Ο σεισμός, όταν χτυπά με τόσο κολοσσιαία δύναμη και σπέρνει τέτοια συμφορά, επιβάλει το δέος. Δέος, και με τις δύο έννοιες της λέξης- και φόβος και σεβασμός, σεβασμός στον ανθρώπινο πόνο. Πολύ περισσότερο για εμάς που αυτές τις φοβερές σκηνές- τα κτίρια που κατέρρευσαν ακαραιαία, σαν να ήταν χάρτινα, τους δρόμους που σχίστηκαν στα δυο, τους ανθρώπους που με ξεπαγιασμένα δάχτυλα ψάχνουν αβοήθητοι στα συντρίμμια κάποιον δικό τους, τα παιδιά που, αφού επέζησαν του σεισμού, πρέπει τώρα να επιβιώσουν στο κρύο, την πείνα και τις επιδημίες- δεν τις παρακολουθούμε από κάπου μακρυά, σαν εξωτική ταινία καταστροφής. Κτίζουμε την ζωή μας πάνω στις ίδιες τεκτονικές πλάκες, που με παρόμοιους τρόπους μετακινούνται και παρόμοιους σεισμούς προκαλούν. Γκρεμίζουν, μέσα σε λίγα, τρομακτικά δευτερόλεπτα, ό,τι κτίζουμε. Και υπενθυμίζουν πως βαθιά κάτω από την επιφάνεια, μια κοινή μοίρα μας δένει.
Μα ακόμη κι αν ακούγεται ιερόσυλο σχεδόν, μέσα από τα συντρίμμια δύο αναπόφευκτα ερωτήματα προβάλουν. Ερωτήματα που ενισχύει η σύγκριση αυτού που συνέβη στις γειτονιές του Καραμανμαράς, του Γκαζιαντέπ, της Αντιόχειας και της Αλεξανδρέττας, με εκείνο που είχε συμβεί, τον Αύγουστο του 1999, στο Ιζμίτ, την Νικομήδεια, και στις απέναντι γειτονιές της Πόλης. Σύγκριση ως προς το μέγεθος της καταστροφής- οι νεκροί αυτού του σεισμού ξεπέρασαν ήδη κατά πολύ το προηγούμενο του 1999. Σύγκριση ως προς τις ενδεχόμενες συνέπειες, επίσης.
Ένα ερώτημα είναι: Πώς θα μεταφραστεί πολιτικά, πώς θα επηρεάσει τις εκλογές του Μαΐου (ή όποτε γίνουν) μια τέτοια καταστροφή; Αν τότε ο σεισμός, με τους κοντά 18.000 νεκρούς, έθαψε κάτω από τα συντρίμμια του την κυβέρνηση Ετσεβίτ και μαζί της όλο σχεδόν το παλιό πολιτικό σύστημα, αν η αργή, ασυντόνιστη, ανεπαρκής κρατική αντίδραση και προπάντων η αποκάλυψη σκανδάλων πίσω από την κατασκευή των χάρτινων πολυκατοικιών- φερέτρων είχε προκαλέσει τότε ένα τσουνάμι οργής που προεξοφλούσε τον εκλογικό σεισμό που ήρθε δύο χρόνια αργότερα, θα μπορούσε να επαναληφθεί σήμερα κάτι ανάλογο; Μπορεί ο Εγκέλαδος να γίνει ο απρόβλεπτος παράγοντας που θα κρίνει τις εκλογές; Ή, για να επαναλάβω μια διατύπωση που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες, μπορεί ένας σεισμός να βάλει τέλος σε μια μακρά πολιτική κυριαρχία που ένας άλλος σεισμός είχε βοηθήσει να απογειωθεί;
Κι ένα δεύτερο, σημαντικότερο νομίζω, ερώτημα είναι: Θα επηρεάσει ο σεισμός, και πώς, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Αν τότε, το διπλό σεισμικό χτύπημα, στην Πόλη πρώτα, στην Αθήνα τρεις εβδομάδες αργότερα, απελευθέρωσε ένα μεγάλο κύμα συγκίνησης και αλληλεγγύης, που μετασχηματίστηκε σε πράξεις, στην περίφημη «διπλωματία των σεισμών», και δημιούργησε τους όρους μιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης, που άντεξε για δεκαπέντε περίπου χρόνια, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επαναληφθεί σήμερα;
Το πρώτο ερώτημα είναι πολύ νωρίς για να απαντηθεί. Υπάρχουν σημάδια πολλά πως βαριά σύννεφα οργής μαζεύονται ξανά στον κοινωνικό ορίζοντα. Και η διαπίστωση ότι το μεγάλο οικοδομικό μπουμ, που ήταν στον πυρήνα του οικονομικού θαύματος των ερντογανικών χρόνων, είναι συνένοχο για μεγάλος μέρος της καταστροφής, μπορεί να επιταχύνει την διαδικασία της πτώσης.
Κανείς, φυσικά, δεν υποτιμά την ικανότητα του Ερντογάν να επιβιώνει των κρίσεων. Με το καλό ή με το άγριο, που θα έλεγε και μια ψυχή. Αλλά είναι φανερό ότι ο σεισμός γκρέμισε το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα, πάνω στο οποίο στηριζόταν όλη η στρατηγική επιβίωσης του καθεστώτος. Ήταν το αφήγημα της ισχύος. Ο Ερντογάν ήταν ισχυρός, παντοδύναμος- μα να που είναι αδύναμος απέναντι στον σεισμό και οι εργολάβοι που έχτισαν την ισχύ του είναι ένοχοι για χιλιάδες θανάτους. Η Τουρκία ήταν ισχυρή, αυτάρκης, δεν είχε ανάγκη κανέναν και μπορούσε να προβάλει, προκλητικά, την ισχύ της στον κόσμο- μα να που έχει ανάγκη την διεθνή βοήθεια για να σώσει τους ανθρώπους της και θα έχει ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη για να αντιμετωπίσει την επικείμενη οικονομική καταστροφή. Ο ίδιος ο Ερντογάν ήταν ο θώρακας που προστατεύει την χώρα από τους ιμπεριαλιστές εχθρούς του Ισλάμ που την επιβουλεύονται- μα να που ο θώρακας αποδεικνύεται τρύπιος και οι εχθροί έρχονται ως φίλοι και σωτήρες.
Η απώλεια του βασικού αφηγήματος είναι η μεγαλύτερη ζημιά που προκάλεσε ο σεισμός στην ερντογανική καμπάνια πολιτικής επιβίωσης. Και αυτό επηρεάζει όχι μόνον την εκλογική του μοίρα, αλλά και την διεθνή του συμπεριφορά. Όλοι συμφωνούν πως η επιθετική αντί-ιμπεριαλιστική ρητορική θα βγει από το ρεπερτόριό του για το προβλεπτό μέλλον. Και οι τυχοδιωκτικές ενέργειες εις βάρος της Συρίας ή, πολύ περισσότερο, της Ελλάδας, που θεωρητικά ήταν στην προεκλογική του εργαλειοθήκη, προφανώς αχρηστεύονται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά μπορούμε να περιμένουμε κάτι περισσότερο από ένα, αναγκαστικό, διάλειμμα στην επιθετική πολιτική του; Μπορούμε να περιμένουμε κάτι ανάλογο της μεγάλης στροφής του 1999, όταν η Ελλάδα υποστήριξε την τουρκική υποψηφιότητα στην Ευρώπη, με αντάλλαγμα όχι απλώς ένα χαμήλωμα της έντασης, αλλά μια πραγματική εμπλοκή της Τουρκίας σε διαδικασία σύννομης επίλυσης των διμερών διαφορών και του Κυπριακού;
Θα δούμε- είναι η μόνη λογική απάντηση στο ερώτημα. Μα είναι χρήσιμο να θυμόμαστε πως ότι συνέβη το 1999 δεν συνέβη ως αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής μεταστροφής που οι σεισμοί προκάλεσαν. Ήταν προϊόν, αφ’ ενός, της ζωτικής ανάγκης που η Τουρκία τότε είχε, να πλησιάσει την Ευρώπη, να πάρει το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη χώρας, να στηρίξει σε ευρωπαϊκό έδαφος τον οικονομικό και θεσμικό της εκσυγχρονισμό. Ήταν μια επιλογή των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της Τουρκίας, την οποία, κάποια στιγμή, ο Ερντογάν έπεισε ότι υπηρετεί αποτελεσματικότερα. Κι ήταν, αφ’ ετέρου προϊόν μιας συγκροτημένης στρατηγικής της ελληνικής πλευράς- πήρε το όνομα «στρατηγική του Ελσίνκι» από την ευρωπαϊκή σύνοδο του Δεκεμβρίου 1999, όπου αυτή η στρατηγική εμφανίστηκε ολοκληρωμένα επί σκηνής- που δεν σχεδιάστηκε στο γόνατο, επί των ερειπίων του σεισμού, αλλά προετοιμαζόταν συστηματικά επί χρόνια, από την επαύριον των Ιμίων σχεδόν.
Από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, η μεν πρώτη δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή και δεν είναι στο χέρι μας να υπάρξει. Η δεύτερη, όμως, η συστηματική επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής για την Τουρκία, είναι απολύτως στο δικό μας χέρι. Και επείγει να ολοκληρωθεί.