ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα, της Γεωργίας Καπλάνογλου, Εκδ. ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2023, σελίδες 119, στον ιστότοπο inegsee.gr  

Πέρα από τις τακτικές εκδόσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ – ιδίως τις Εκθέσεις για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, ή πάλι την Πρόταση για τον Κατώτατο Μισθό που φέτος αποκτά ιδιαίτερη (προεκλογική αν μη τι άλλο…) επικαιρότητα – δεν είναι και πολλές οι εκδοτικές παρεμβάσεις του που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια. Αν εξαιρέσει κανείς εκδόσεις όπως εκείνη για τις «Κοινωνικοοικονομικές Επιπτώσεις της Πανδημίας στους Εργαζόμενους του Ιδιωτικού Τομέα», ή πάλι για την «Κατάσταση της Ευτυχίας των Ελλήνων», μελέτες σε ζητήματα αιχμής για την κεντρική οικονομική συζήτηση δεν ήταν συχνές.

Ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα, η εντελώς πρόσφατη έκδοση μελέτης της Γεωργίας Καπλάνογλου με αντικείμενο την «Άνιση Κατανομή του Φορολογικού Βάρους στα Νοικοκυριά» - που στην παρουσίασή της προσήλθαν Φραγκίσκος Κουτεντάκης, Πάνος Λιαργκόβας και Βασίλης Ράπανος – που κυριολεκτικά «χτυπάει κέντρο» σε θεματική που θάπρεπε να είναι διπλά κομβική τους μήνες  που έρχονται. Πρώτον, ως στοιχείο της οποιασδήποτε προεκλογικής συζήτησης κατορθώσει να στραφεί προς τα συγκεκριμένα που αφορούν την ζωή των εργαζομένων. Δεύτερον, ως παράμετρος της αντίστοιχης συνδικαλιστικής διεκδίκησης – ή όποιου αντίστοιχου κατάλοιπου στην μεταΜνημονιακή Ελλάδα.

Πράγματι, εκείνο που δείχνει η μελέτη Καπλάνογλου είναι ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σ’ όλη την περίοδο της κρίσης υπήρξε μεν διαστρωματική, πλην όμως η κατανομή της κατέληξε άνιση και πίεσε περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Καθώς, δε, συνδυάστηκε με κυρίως μειώσεις εισοδημάτων, οδήγησε σε επιδείνωση της όποιας διανεμητικής δικαιοσύνης (υποτίθεται ότι) έχει το φορολογικό σύστημα.

Η δουλειά που έχει κάνει η Γεωργία Καπλάνογλου  αντλεί στοιχεία για το πώς ήδη οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης) επιδρούν στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών την ΕΛΣΤΑΤ, για την δε κατανομή του φόρου εισοδήματος από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ. Και στην μια, και στην άλλη περίπτωση έχουν ληφθεί δεδομένα/μετρήσεις 2008, 2014 και 2019 – δηλαδή πριν, στο μέσο και μετά την κρίση. Και στα δυο υπορρέουν μεθοδολογικά ερωτηματικά: Τι/πόσο συλλαμβάνει το πρόβλημα μια έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών σε 4.000 ή 6.000 νοικοκυριά; Ή πάλι κατά πόσον μετακυλίονται οι έμμεσοι φόροι στον καταναλωτή; Ή ακόμη και πόσο αποτελούν αφορμή «παιχνιδιού» με τις τιμές; ή πάλι πόσο προσεγγίζεται η επίπτωση της φοροδιαφυγής ΦΠΑ; Εν συνεχεία στο πεδίο της ανάλυσης στοιχείων για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων ούτως ή άλλως τίθεται το παγίως επανερχόμενο ζήτημα της ατελούς πειστικότητας (να το πούμε ευγενικά) των δηλούμενων εισοδημάτων – ζήτημα που ούτως ή άλλως βρίσκεται στην βάση του συστήματος των τεκμηρίων (και των περαιτέρω στρεβλώσεων που αυτό εισάγει).

Όλα αυτά, όμως, είναι πλευρές που συγκινούν περισσότερο τους ειδικούς. Ευρύτερο ενδιαφέρον δεν μπορεί παρά να ξυπνά πάντως η διαπίστωση ότι στους έμμεσους φόρους, με την αντίστροφη προοδευτικότητα που ούτως ή άλλως τους διακρίνει, η αύξηση μέσα σε μια δεκαετία της επίπτωσής τους από 11,4% της καταναλωτικής δαπάνης σε 15,7% (η αύξηση προέκυψε κυρίως από το ανέβασμα των φορολογικών συντελεστών με τα δυο πρώτα Μνημόνια), έφερε μια ουσιαστική μετακίνηση. Και τούτο πέραν της καταγραφής ότι υπήρξε μείωση της κατανάλωσης βασικών αγαθών και υπηρεσιών, ειδικά στα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού, για έναν από πλην βίαιο λόγο: Δεν έχουν εισοδήματα για να στηρίξουν την κατανάλωση, π.χ. πετρελαίου θέρμανσης ή και φαρμάκων. (Έτσι, προκύπτει και η τραγική ειρωνεία να μην επιδεινώνεται περαιτέρω η αντιστροφή προοδευτικότητα των φόρων σε αυτά τα αγαθά: Αφού δεν καταναλώνονται πλέον τόσο, δεν επιδρούν και αρνητικά οι έμμεσοι φόροι σε αυτά!).

Από την άλλη, η συνολική υποχώρηση της καταναλωτικής δαπάνης – κατά ένα σοκαριστικό ¼ μέσα στην δεκαετία κατά μέσο όρο – διαπιστώνεται ότι έπληξε (σε σχετικούς όρους) περισσότερο την μεσαία τάξη. Κι αυτή είναι μια διαπίστωση με πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο, ακόμη πιο ενδιαφέρον προεκλογικά καθώς το κοινωνικό αυτό στρώμα είναι συχνά πιο μνησίκακο απ’ ό,τι τα ακόμη πιο πιεζόμενα/φτωχότερα. (Καθαρά δική μας η τελευταία παρατήρηση, όχι της Γ. Καπλάνογλου…).

Όταν, τώρα, περνάει κανείς στον φόρο εισοδήματος – το κατεξοχήν εργαλείο για να έχει συνολικά η φορολόγηση προοδευτικό χαρακτήρα (τουλάχιστον θεωρητικά, μην παρεξηγούμεθα!), η μελέτη αυτή δεν αργεί να φέρει στην επιφάνεια το γνωστό: Μπορεί η φορολογική κλίμακα να είναι χτισμένη με σαφή προοδευτικότητα – και μάλιστα ισχυρή – πλην όμως υπάρχουν και συνειδητές επιλογές πολιτικής, αλλά και πάγιες στρεβλώσεις του συστήματος που αμφότερες εισάγουν ανισότητα.

Γιατί μιλάμε για συνειδητές επιλογές φορολογικής πολιτικής; Επειδή – και εδώ η μελέτη της Γεωργίας Καπλάνογλου στέκεται διεξοδικά – ήδη η φορολόγηση των ενοικίων με ξεχωριστή κλίμακα, ακόμη περισσότερο εκείνη των μερισμάτων με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (και δη 5%, από το 15% που ήταν το 2017 και 10% το 2019…) εισάγει μια στρέβλωση η οποία σαφώς και δεν είναι τυχαία. Ειδικά όπως εντάθηκε τα τελευταία χρόνια. Ενώ και η πάγια αδυναμία προσδιορισμού των πραγματικών εισοδημάτων, ειδικά εκείνων από ελεύθερα επαγγέλματα και (ή εμπορική δραστηριότητα, οδηγούν σε τι; Στα γνώριμά μας τεκμήρια, τα όποια όμως ενώ βλέπουμε να εκτοξεύονται ως απόδοση (από τα 500 εκατ. ευρώ το 2008 στα 6,5-7 δις το 2014-19), περισσότερο οδηγεί σε φορολόγηση στα χαμηλότερα επίπεδα εισοδήματος, παρά στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Και… εντάξει, να δεχθεί κανείς ότι πολλοί που (αυτο)τοποθετούνται κάτω των 10.000 ευρώ/ετησίως είναι φοροδιαφεύγοντες, αλλά το να μην προκύπτει πολυτελής διαβίωση στα ανώτερα κλιμάκια ή/και να χτίζονται προσεκτικές μέθοδοι αποφυγής των τεκμηρίων είναι κάτι που θάπρεπε να απασχολήσει…

Όπως – σίγουρα! – θάπρεπε  να απασχολήσει η διαπίστωση ότι, με την περιθωριοποίηση πλέον του αφορολόγητου για τις οικογένειες με παιδιά, κατέληξε να εξαλείφεται η όποια εύνοια προς  οικογένειες: «Η φορολογική επιβάρυνση των οικογενειών με παιδιά το 2019, σε σύγκριση με το 2008 έχει σταθεροποιηθεί σε πολύ ψηλότερο επίπεδο». Αν, τώρα φέρει κανείς σε επαφή αυτήν την διαπίστωση με την κατά καιρούς πολιτική ρητορική περί δημογραφικού/υπογεννητικότητας κοκ αρχίζει να διερωτάται το γνώριμο «πού ζούμε;».

Συνολικά , η δουλειά αυτή της Γ. Καπλάνογλου/του ΙΝΕ/ΓΕΣΕ θα πρέπει να βρίσκεται στο προσκεφάλι όσων (θεωρούν ότι/παριστάνουν ότι) είναι διαμορφωτές πολιτικής. ή πάλι συντάκτες προεκλογικών προγραμμάτων σήμερα, προγραμματικών δηλώσεων των μετεκλογικών κυβερνήσεων αύριο-μεθαύριο. Πολύ φοβούμεθα ότι… δεν θα είναι.

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!