Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, πράγματι, μία φορά ως τραγωδία και μια ως φάρσα, η προεκλογική περίοδος που μόλις άρχισε να ζεσταίνεται δίνει σημάδια πως θα μπορούσε να εξελιχθεί σε φαρσική επανάληψη, μετά δέκα και κάτι έτη, του μεγάλου δράματος των εκλογών του 2012. Βλέπουμε ένα ρεπερτόριο της αγανάκτησης να κάνει γενικές δοκιμές στην σκηνή, ελαφρά παραλλαγμένο. Ως «ριμέικ» της αντί-μνημονιακής εποποιίας, αλλά χωρίς μνημόνιο. Μόνο που, έτσι, ακόμη κι αν στην σκηνή το ρεπερτόριο επαναλαμβάνεται, η πλατεία είναι άδεια. Η παράσταση ανεβαίνει προ κενών καθισμάτων.
Παράδειγμα, η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να αποσύρει- στο όνομα της Δημοκρατίας που βρίσκεται εν κινδύνω- την κοινοβουλευτική του ομάδα από τις υπολειπόμενες ψηφοφορίες στην Βουλή. Η κίνηση έμεινε γενικώς ακατανόητη- ούτε ο Βαρουφάκης δεν την συμμερίστηκε. Κάνοντας έτσι και τους μελοδραματικούς τόνους που υιοθέτησε η συμπολίτευση στις επικρίσεις της, φωνάζοντας για εκτροπή και υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού, να μοιάζουν κωμικά ασύμμετροι.
Παράδειγμα, επίσης, το μικρό τηλεοπτικό επεισόδιο με την βουλευτή της ΝΔ που διεκδίκησε ένα φθηνό εισιτήριο στην δημοσιότητα με μια φωτογραφία του Τσίπρα να πηγαίνει γελαστός στο θέατρο, όταν θα έπρεπε υποτίθεται να πενθεί τους δύο αεροπόρους (χωρίς να της περνά από το μυαλό πως η ίδια προσέβαλε, έτσι, την μνήμη τους και μάλιστα την ημέρα της κηδείας), και τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που υποδύθηκε τον ασυγκράτητα θυμωμένο, που του έθιξαν τον αρχηγό, και της άρπαξε βιαίως την φωτογραφία από τα χέρια.
Κάποιοι είπαν πως το τηλεοπτικό αυτό σκετς, ως φάρσα, θύμιζε την τραγωδία της βίας της Χρυσής Αυγής, τότε που ο Κασιδιάρης είχε επιτεθεί, σε ένα πρωινό τηλεοπτικό στούντιο, δέκα μέρες πριν τις εκλογές, στην Ρένα Δούρου και στην Λιάνα Κανέλλη. Υπερβολική η σύγκριση, χρήσιμη όμως η υπόμνηση. Δεν είναι η ένταση της βίας (εξ ίσου αποδοκιμαστέας, ασφαλώς, και στην «έξτρα λάιτ» εκδοχή της) που κάνει την διαφορά. Είναι τα συμφραζόμενα της εκδήλωσής της.
Ο Κασιδιάρης τότε δεν αυτοσχεδίασε μια έκρηξη θυμού. Έκανε μια προμελετημένη επίδειξη βίας, για λογαριασμό ενός κόμματος που είχε την βία ως μόνη ιδεολογία του και δια της επιδεικτικής και συστηματικής άσκησης βίας, όχι μόνο στο γυαλί της τηλεόρασης αλλά προπάντων στον δρόμο, επιχειρούσε να αναδειχθεί σε αυθεντικό εκπρόσωπο του κόσμου των αγανακτισμένων. Κι ήταν το πιο τρομακτικό ίσως σημάδι εκείνης της φοβερής εποχής το γεγονός ότι μετά την on air επίθεση του Κασιδιάρη, τα δημοσκοπικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής, αντί να γκρεμιστούν, γνώρισαν μια μικρή άνοδο. Η Χρυσή Αυγή ήταν το μόνο από τα άλλα κόμματα των εκλογών του Μαΐου που αντιστάθηκε στην πόλωση γύρω από τον αναδυόμενο δικομματισμό ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ και διατήρησε αλώβητα τα ποσοστά του.
Οι διπλές εκλογές του 2012 ήταν ένας πραγματικός πολιτικός σεισμός. Ένα «λουτρό αίματος», σύμφωνα με την διατύπωση της Βασιλικής Γεωργιάδου. Αντιστοιχούσε όμως σε μια πραγματική κοινωνική κίνηση, στην βίαιη αντίδραση μεγάλων κοινωνικών ομάδων που βίωναν, αιφνιδιασμένοι, μια απότομη πτώση στην άβυσσο. Η Ελλάδα είχε χάσει το 25% του ΑΕΠ της σε συμπυκνωμένο χρόνο. Σε αυτό που ανέβαινε στην πολιτική σκηνή, όσο ακραίο ή βίαιο ή «ψεκασμένο» κι αν ήταν, ένα ευρύ κοινωνικό ακροατήριο ένιωθε να καθρεφτίζεται. Αλλά η εποχή έχει αλλάξει.
Η εποχή έχει αλλάξει γενικά. «Σκεφθείτε», έγραφε ένας σχολιαστής των Financial Times, την επομένη της συνόδου των G7 τον περασμένο Δεκέμβριο, «την μοναξιά της Τζιόρτζια Μελόνι». Αν είχε εκλεγεί λίγο νωρίτερα, θα είχε δίπλα της έναν Μπόρις Τζόνσον κι έναν Ντόναλντ Τραμπ. Στο εξωτικό Ρίο θα ταξίδευε να συναντήσει τον Μπολσονάρο. Τώρα είναι η μοναχική εκπρόσωπος ενός ρεύματος λαϊκίστικης, ριζοσπαστικής δεξιάς που ως πρόσφατα διεκδικούσε την κυριαρχία στον δυτικό κόσμο.
Ο λαϊκισμός- όρος που χρησιμοποιείται συχνά και συνήθως δίχως κυριολεξία για να περιγράψει το κύμα εναντίωσης στην φιλελεύθερη δημοκρατία που, κάποια στιγμή, έμοιαζε να απειλεί να σαρώσει τον κόσμο μας- είναι σε υποχώρηση παντού. Όχι, ασφαλώς, επειδή οι φιλελεύθερες «ελίτ» κατάλαβαν, αντέδρασαν σωστά, ανταποκρίθηκαν στις αγωνίες εκείνων που πύκνωναν τις τάξεις των «αγανακτισμένων ψηφοφόρων» τα προηγούμενα χρόνια, εργάστηκαν για την μείωση των ανισοτήτων. Ούτε, μόνον, επειδή οι λαϊκιστές, τόσο ικανοί στην αντιπολίτευση, είναι τόσο αξιοθρήνητα ακατάλληλοι για την άσκηση της εξουσίας, ώστε όπου δοκιμάζονται να απορρίπτονται γρήγορα. Μα προπάντων επειδή- όπως έγραφε ο Τζανάν Γκανές- οι λαϊκιστές είναι «κουραστικοί».
«Οι δημαγωγοί τείνουν να υποτιμούν πόσο πολύ ο μέσος ψηφοφόρος, μεταξύ εκλογών θέλει την ησυχία του». Ζουν με την υπερβολή και για την υπερβολή, ζουν για την μεγάλη αναταραχή στα social media, για την αέναη πρόκληση, για το μέγα δράμα. «Αυτό που έριξε τον Τραμπ δεν ήταν η ανικανότητά του να χειριστεί την πανδημία», λέει ο Γκανές. Ήταν ότι με εκείνον στην εξουσία, «η δημόσια ζωή ήταν μια αδιάκοπη αναταραχή». Οι Αμερικανοί δεν τον έδιωξαν από τον Λευκό Οίκο επειδή νοστάλγησαν υψηλότερα πολιτειακά πρότυπα. Μα επειδή απλώς δεν άντεχαν άλλο αυτό το καθημερινό, ατέλειωτο σόου. Τους κούρασε. Αλλά αυτό δεν γιατρεύεται. Η τάση για την παραγωγή θεαματικού δράματος είναι ακαταμάχητη στους λαϊκιστές. Δεν υπάρχουν έξω από αυτό. Είναι καταδικασμένοι να το επαναλαμβάνουν.
Αν η ανάλυση έχει κάποια βάση, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως προειδοποίηση. Πως η επιμονή στο παλιό ρεπερτόριο δεν κόβει πια εισιτήρια, διώχνει το κοινό από την αίθουσα. Και, εν τέλει, αδικεί δυνάμεις που, στ’ αλήθεια, έχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να μας πουν, ένα πολύ πιο ενδιαφέρον ρεπερτόριο να δοκιμάσουν. Και κακώς το θυσιάζουν στις «δοκιμασμένες συνταγές».