Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει σήμερα την ευρωπαϊκή απάντηση στο «Inflation Reduction Act -IRA», δηλαδή τον νόμο των ΗΠΑ που περιλαμβάνει μέτρα ύψους 369 δισ. δολ. για ενίσχυση των επενδύσεων που αφορούν το κλίμα και την πράσινη ενέργεια. Διάφορες απόψεις έχουν διατυπωθεί για το ποια θα ήταν η ενδεικνυόμενη – και εφικτή – απάντηση σε ένα νόμο που συνιστά απειλή αποβιομηχάνισης για την Ευρώπη. Η Επιτροπή καλείται σε ασκήσεις ισορροπίας.
Σύμφωνα με όσα έχουν μέχρι σήμερα γίνει γνωστά, τα οποία επιβεβαιώνονται από τις τελευταίες διαρροές, η απάντηση θα έχει δύο βασικά σκέλη: Tη χαλάρωση/προσαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων και την άμβλυνση της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που θα προκαλέσει αυτή η προσαρμογή μέσω χρηματοδότησης των λιγότερο ισχυρών οικονομιών της ΕΕ.Αν όμως όλοι ή σχεδόν όλοι συμφωνούν ως προς την ανάγκη να έχει η ευρωπαϊκή απάντηση αυτά τα δύο βασικά σκέλη, παραμένει μεγάλη η διάσταση απόψεων ως προς το περιεχόμενό τους.
Σε ό,τι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, από τη μια πλευρά βρίσκονται οι χώρες που θεωρούν απολύτως αναγκαία την προσαρμογή των κανόνων των κρατικών ενισχύσεων και από την άλλη εκείνες που εκφράζουν ζωηρές επιφυλάξεις ως προς τις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια κίνηση στην ανταγωνιστικότητά τους, αλλά και στην εν γένει λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Φόβους ότι μια αύξηση των κρατικών ενισχύσεων θα υπονομεύσει επικίνδυνα την εσωτερική αγορά εκφράζει και μια διαχρονικά νηφάλια και σοβαρή φωνή, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός και πρώην επίτροπος Μάριο Μόντι. Φαίνεται ότι η Επιτροπή θα αναζητήσει μια μέση οδό προτείνοντας ένα «προσωρινό πλαίσιο κρίσης και μετάβασης», θεωρώντας ότι η προσωρινότητα θα πείσει τους – όχι εντελώς αδικαιολόγητα – επιφυλακτικούς. Μένει βεβαίως να δούμε το ακριβές περιεχόμενο αυτού του πλαισίου αλλά και τη διάρκειά του.
Πολύ δυσκολότερη όμως αναμένεται να είναι η συζήτηση για το χρηματοδοτικό σκέλος. Οι παραδοσιακά επιφυλακτικές σε τέτοιες πρωτοβουλίες βόρειες χώρες επιμένουν να περιορισθεί η χρηματοδότηση αυτή σε αξιοποίηση ήδη υφισταμένων ευρωπαϊκών πόρων και ειδικά του Ταμείου Ανάκαμψης. Στην άποψη αυτή προσχώρησε πρόσφατα και η Γαλλία, ενώ οι νότιες χώρες δεν έχουν μέχρι στιγμής δώσει ευκρινές στίγμα της αντίδρασής τους σε μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς βεβαίως να γνωρίζουμε τυχόν παρασκηνιακές κινήσεις τους. Τη χρήση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προκρίνει, σύμφωνα με τις διαρροές, και η Επιτροπή, αφήνοντας όμως ανοιχτή και την προοπτική θέσπισης του ήδη εξαγγελθέντος Ταμείου Ευρωπαϊκής Κυριαρχίας, την οποία εντάσσει στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης αναθεώρησης του πολυετούς προϋπολογισμού 2021-2027 που θα λάβει χώρα το καλοκαίρι.
Εάν αυτή είναι όντως η πρόταση της Επιτροπής, εγείρονται δύο μεγάλα ζητήματα: Το πρώτο αφορά την προέλευση των πόρων του προγραμματιζόμενου νέου ταμείου. Εφ’ όσον δεν θα πρόκειται για νέους πρόσθετους πόρους, με αντίστοιχη αύξηση του πολυετούς προϋπολογισμού, τότε θα απαιτηθεί εσωτερική αναδιάταξη των δαπανών της ΕΕ, δηλαδή θα αφαιρεθούν πόροι από άλλες πολιτικές. Ποιες όμως; Εάν πάλι πρόκειται για νέους πόρους, μπαίνει αυτομάτως στο τραπέζι θέμα νέου κοινού δανεισμού της ΕΕ και εξεύρεσης νέων πηγών εσόδων της («ιδίων πόρων») για την αποπληρωμή του. Εδώ μπαίνει και το ζήτημα του χρόνου. Μια νέα απόφαση για τους «ιδίους πόρους» απαιτεί την έγκρισή της από τα 27 εθνικά κοινοβούλια. Παράλληλα τίθεται και το ερώτημα αν οι χρηματοδοτήσεις του νέου ταμείου θα περιλαμβάνουν και επιχορηγήσεις ή θα περιορίζονται μόνο σε δάνεια, όπως και το τι θα σημαίνει αυτό για τις ήδη υπερχρεωμένες χώρες.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα σχετίζεται με την προτεινόμενη χρήση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσω αναθεώρησης των αντίστοιχων εθνικών σχεδίων.
Πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινισθεί αν θα πρόκειται για πόρους που δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί από τις Βρυξέλλες στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών ή, ακόμη χειρότερα, και για πόρους που έχουν ήδη εκταμιευθεί προς τα κράτη-μέλη αλλά δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, ιδιαίτερα στη δεύτερη, θα δημιουργηθούν προβλήματα δισεπίλυτα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι για ένα μέρος των μη δαπανηθέντων ακόμη πόρων έχουν γίνει προκηρύξεις, έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις ή έχουν υπογραφεί και συμβάσεις χωρίς να έχει γίνει μέχρι στιγμής εκταμίευση. Μπορούν οι δεσμεύσεις αυτές να μην τηρηθούν; Αν, μάλιστα, στην ήδη προβλεπόμενη αναθεώρηση των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης λόγω RePowerEU προστεθεί και η προτεινόμενη, είναι βέβαιο ότι αποκλείεται να τηρηθούν οι προθεσμίες υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Ας μη λησμονείται ότι σύμφωνα με τον κανονισμό του η προθεσμία ανάληψης νομικών δεσμεύσεων λήγει σε ένδεκα μήνες από σήμερα. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ρύθμισης θα είναι να τροφοδοτηθούν ακόμη περισσότερο οι αιτιάσεις όσων θέλουν να αποκλείσουν τυχόν επανάληψη του Ταμείου Ανάκαμψης. Επί πλέον, το πρόγραμμα σε κάθε κράτος-μέλος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη χωρίς μάλιστα να έχουν παρέλθει κάποιες προθεσμίες υλοποίησής του. Το κυριότερο όμως είναι το ότι δεν έχουν εκλείψει οι ανάγκες που υπαγόρευσαν την ιστορική απόφαση θέσπισης του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να τεκμηριώνεται η πρόταση για ουσιαστική ακύρωσή της.
Όπως είναι αναμενόμενο – πιθανότατα και εύλογο- η Επιτροπή αναζητά με την πρότασή της ισορροπίες. Χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι η επίτευξη ισορροπιών αποτελεί πάντοτε και την πιο ενδεδειγμένη απάντηση. Ενίοτε, η μέριμνα για ισορροπία έχει ως αποτέλεσμα ελλειμματική πρόοδο ή και στασιμότητα. Ούτως ή άλλως όμως, η ευθύνη για μια εφικτή και βιώσιμη απάντηση, και μαζί με αυτήν για το ίδιο το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης, πέφτει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μια πρώτη γεύση της ανταπόκρισής του σε αυτή την ευθύνη θα έχουμε στην έκτακτη σύνοδό του σε λίγες μέρες.