«Πρωταθλήτρια» Ευρώπης στις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος για τον Ιανουάριο αναδεικνύεται η Ελλάδα, καθώς η μέση τιμή στην Προημερήσια Αγορά του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας διαμορφώνεται από την αρχή του έτους στα 221,01 ευρώ/MWh. Η δεύτερη ακριβότερη χώρα είναι η -συζευγμένη με την Ελλάδα- Ιταλία με μέση τιμή για τον τρέχοντα μήνα 178,7 ευρώ/MWh, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες χώρες διαμορφώνονται τιμές από 75 έως 120 ευρώ/MWh.
Ως κύριος λόγος για το χάσμα τιμών προβάλλεται επισήμως το μοντέλο τιμολόγησης month ahead του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή: Σύμφωνα με αυτό, οι παραγωγοί αγοράζουν το αέριο του επόμενου μήνα με τις τιμές του προηγούμενου. Ως αποτέλεσμα, η τελική τιμή της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας σήμερα ενσωματώνει το -ακόμα σχετικά υψηλό- κόστος του καυσίμου κατά το Δεκέμβριο οπότε και αγοράστηκε και όχι τις τρέχουσες χαμηλότερες τιμές.
Δεν πρόκειται όμως για τη μόνη αιτία, υπάρχουν διαρθρωτικοί λόγοι: Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν την «ψαλίδα» των τιμών Ελλάδας-Ευρώπης στις δομικές δυσλειτουργίες του ΕΧΕ, στην ρηχή προθεσμιακή αγορά ρεύματος καθώς στην έλλειψη spot αγοράς φυσικού αερίου που έχει ως συνέπεια τον τιμολογιακό ετεροχρονισμό, δηλαδή την αγορά του καυσίμου με συμβόλαια που αποτυπώνουν τις -ακριβότερες εν προκειμένω- τιμές του προηγούμενου μήνα.
Στο φαινόμενο συντείνουν επίσης και παράγοντες όπως η σχετικά περιορισμένη διασυνδεσιμότητα της ελληνικής αγοράς ρεύματος με τις ευρωπαϊκές, σε σχέση με τα «πυκνότερα» δίκτυα στην Κεντρική Ευρώπη (αναμένεται ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Βουλγαρίας θα αυξήσει τη μεταφορική ικανότητα ρεύματος προς την Ελλάδα από φθηνότερες αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης). Τέλος, για να μειωθεί το χάσμα μεταξύ των χονδρεμπορικών τιμών Ελλάδας-Ευρώπης θα πρέπει να γίνουν όλα όσα πρέπει προκειμένου να μεγαλώσει το μερίδιο των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας.
Ο «πρωταθλητισμός» της Ελλάδας στις τιμές ενέργειας, άλλωστε, αποτυπώνεται και στην έκθεση του ΟΟΣΑ, στην οποία επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος είναι σε γενικές γραμμές υψηλότερες στη Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες του Οργανισμού και ήταν μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη κατά το ράλι των τιμών ενέργειας την περίοδο 2021-2022». Ο ΟΟΣΑ αποδίδει αυτό το φαινόμενο στη υψηλή εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο και κάνει λόγο για «σειρά παραγόντων που δύνανται να διατηρήσουν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα στο ορατό μέλλον, παρότι σε βάθος χρόνου μια επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές ενέργειας».
Όπως εξηγεί ο Οργανισμός, «τα ορυκτά καύσιμα (τα οποία έχουν ακόμα υψηλή συμμετοχή στην ηλεκτροπαραγωγή) θα καταστούν ακριβότερα καθώς οι τιμές τους θα ενσωματώνουν τα περιβαλλοντικά κόστη των εκπομπών ρύπων, τη στιγμή που και η αντικατάσταση των συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με ΑΠΕ απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, το κόστος των οποίων θα μετακυληθεί σε σημαντικό βαθμό στους καταναλωτές. Επιπροσθέτως, οι νέες μονάδες ΑΠΕ ενέχουν αυξημένα «συστημικά» κόστη, π.χ. για την παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης ενέργειας, καθώς θα αυξάνεται η διείσδυσή τους στο ενεργειακό μείγμα».