ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δύο χρόνια από την εισβολή στο Καπιτώλιο

Η βίαιη εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2020 για την παρεμπόδιση της επικύρωσης των προεδρικών εκλογών από το Κογκρέσο αποτέλεσε τη χειρότερη παραβίαση των δημοκρατικών νορμών των ΗΠΑ μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο του 1861-5.  Επιπλέον, δεν υπήρξε ποτέ πρόεδρος των ΗΠΑ εκτός από τον Ντόναλντ Τραμπ που να μην δέχθηκε την ήττα του στις εκλογές και την ομαλή μετάβαση της εξουσίας στον νικητή των εκλογών.

Δύο χρόνια αργότερα οι αρχές έχουν ασκήσει διώξεις σε 964 άτομα για παραβιάσεις του ποινικού κώδικα.  Έχοντας παρακινηθεί από τον Τραμπ κατά τη διάρκεια διαδήλωσης νωρίτερα στις 6 Ιανουαρίου να επιτεθούν στο Καπιτώλιο, πολλοί εισβολείς δεν είχαν συναίσθηση των παρανομιών τους και ανάρτησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες από την εισβολή που οδήγησαν στη σύλληψή τους ακόμα και σε πολιτείες μακριά από την Ουάσιγκτον.

Τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς έχουν ήδη καταδικαστεί.  Ιδιαίτερα βαριές ποινές πολυετούς κάθειρξης έως και δέκα ετών δόθηκαν σε άτομα που προκάλεσαν σωματικές βλάβες σε αστυνομικούς ή διέπραξαν άλλα σοβαρά αδικήματα.  Στους καταδικασθέντες ανήκει και ο Στιούαρτ Ρόουντς, ιδρυτής της ακροδεξιάς ομάδας “Oath Keepers”, για συνομωσία με σκοπό παράνομη εξέγερση (εκκρεμεί η ποινή του, που μπορεί να φτάσει ως κάθειρξη 20 ετών) και άλλες αξιόποινες πράξεις (που ενδέχεται να προσθέσουν άλλα 40 χρόνια κάθειρξης).  Η καταδίκη του Ρόουντς δείχνει, ότι υπήρξε οργανωμένη προετοιμασία της εισβολής από τους Oath Keepers, όπως και από την επίσης ακροδεξιά οργάνωση “Proud Boys”.

Στη δίκη του Ρόουντς αποκαλύφθηκε, ότι ο ιδρυτής των Oath Keepers είχε επαφές με τον Ρότζερ Στόουν, σύμβουλο του τότε προέδρου Τραμπ.  Κατά τις πρώτες ώρες της εισβολής έγιναν 20 τηλεφωνήματα μεταξύ του Ρόουντς και τριών μελών της οργάνωσής του που ήταν με τον Στόουν ως σωματοφύλακές του.  Ο Στόουν είχε καταδικαστεί νωρίτερα για άλλα αδικήματα, για τα οποία του έδωσε χάρη ο Τραμπ στο τέλος της προεδρίας του.

Η επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων για την 6η Ιανουαρίου πρότεινε πριν λίγες εβδομάδες τη δίωξη του Ντόναλντ Τραμπ από το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τέσσερις αξιόποινες πράξεις.  Η έκθεσή της για την 6η Ιανουαρίου, 800 σελίδων χωρίς τα παραρτήματα με το αποδεικτικό υλικό, έδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας τις πολιτικές ευθύνες του Τραμπ.  Πλήθος αξιωματούχων συμπεριλαμβανομένου του δικού του υπουργού δικαιοσύνης Μπιλ Μπαρ τον διαβεβαίωσε, ότι δεν είχε γίνει νοθεία στις εκλογές του 2020.  Παρόλα αυτά ο Τραμπ συνέχισε να ισχυρίζεται ψευδώς ότι είχε γίνει μαζική νοθεία και ως εκ τούτου παρακίνησε τους διαδηλωτές στις 6 Ιανουαρίου να επιτεθούν στο Καπιτώλιο για να σταματήσουν το «κλέψιμο» των εκλογών.

Ο Τραμπ αρνείται ακόμα και σήμερα ότι έχασε τις εκλογές του 2020 και έχει υποσχεθεί όταν επιστρέψει στην προεδρία να δώσει χάρη σε όλους όσοι καταδικάστηκαν για την εισβολή.  Οι τραμπικοί υποψήφιοι όμως πήγαν τόσο άσχημα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022, που το φαινόμενο Τραμπ άρχισε να ξεφουσκώνει.  Όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε στα μέσα Νοεμβρίου την υποψηφιότητά του για τις προεδρικές εκλογές του 2024, ακόμα και η κόρη του Ιβάνκα ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετάσχει στον προεκλογικό αγώνα του (μάλλον επειδή έχει πολιτικές φιλοδοξίες).  Οι πιθανότητες να εκλεγεί ο Τραμπ ξανά πρόεδρος μειώνονται συνεχώς.  Η αμερικανική δημοκρατία φαίνεται να κλείνει την παρένθεση της εκτροπής της 6ης Ιανουαρίου από τις νόρμες της. 

Ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι καθηγητής διεθνών σχέσεων και στρατηγικής στο Πάντειο και πρόεδρος του ΕΣ του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!