Πριν από 30 χρόνια, στις αρχές του 1993, η κυβέρνηση Μπους ετοιμαζόταν να παραδώσει τα ηνία της ισχυρότερης χώρας του κόσμου στον Κλίντον και την ομάδα του.
Από τα τέλη του 1991, δηλαδή ένα χρόνο μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, μέχρι την εκπνοή της θητείας του, στις 21 Ιανουαρίου του 1993, ο Μπους έκανε μια σειρά από επιλογές, που με την απόσταση του χρόνου, μπορούν σήμερα να φωτισθούν ως συνολική εναλλακτική μεταψυχροπολεμική στρατηγική για τις ΗΠΑ.
Πρώτα από όλα ας θυμηθούμε τον λόγο του τότε Αμερικανού προέδρου στη Βουλή της Ουκρανίας, τον Ιούλιο του 1991, με τον οποίο κάλεσε τους κατοίκους της χώρας να μην παρασυρθούν από τον αυτοκτονικό εθνικισμό και να στηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ. Να σημειωθεί ότι την ομιλία είχε γράψει η μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις.
Στη συνέχεια, με αφορμή την Καταιγίδα της Ερήμου, τον πρώτο πόλεμο του Ιράκ, ο Μπους έστησε μια ευρύτατη -σχεδόν- παγκόσμια συμμαχία και υπό τις ευλογίες της διεθνούς κοινότητας εξανάγκασε τις δυνάμεις του Σαντάμ να αποχωρήσουν από το Κουβέιτ και στη συνέχεια τερμάτισε την προέλαση των ΗΠΑ και των Συμμάχων τους.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στην Ουκρανία, όταν ο Μπους βρέθηκε μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: Με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, μεγάλο τμήμα του πυρηνικού οπλοστασίου της χώρας πέρασε στον έλεγχο του Κιέβου και ήταν μεγάλη η πίεση των εκεί εθνικιστικών κύκλων σχετικά με την παραμονή των συγκεκριμένων όπλων ως εγγύηση ασφαλείας απέναντι σε μελλοντικές πιέσεις και παρεμβάσεις της Μόσχας σε μια σειρά από εκκρεμή θέματα με κυριότερο τη διανομή του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Μπους στήριξε τη Μόσχα και έτσι, το 1994, το Κίεβο αναγκάσθηκε να παραδώσει στις ρωσικές δυνάμεις τα πυρηνικά όπλα που είχε στην κατοχή του, καθώς το κύριο επιχείρημα του τότε Αμερικανού προέδρου ήταν ότι, σε διαφορετική περίπτωση, υπήρχε κίνδυνος πυρηνικού πολέμου.
Τριάντα χρονιά μετά, οι παραπάνω επιλογές του Λευκού Οίκου δικαιώνονται από τις εξελίξεις και αποδεικνύεται ότι εξυπηρετούσαν -με μικρό κόστος- τα ζωτικά συμφέροντα της μόνης υπερδύναμης.