«Δεν μου αρέσει καθόλου να ψάχνω τον πάτο», ήταν η απάντηση της Ελβίρας Ναμπιούλινα, διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, σε ερώτηση που της ετέθη κατά τη διάρκεια των εργασιών του Finopolis, στις αρχές Νοεμβρίου 2022. Και συνέχισε: «Όπως είπα παλιότερα και συνεχίζω να πιστεύω, οποιαδήποτε επιδείνωση της κατάστασης, μας υποχρεώνει να επιταχύνουμε το δομικό της μετασχηματισμό».
Το ερώτημα που απασχολεί πολλούς στη Δύση, έχει σχέση τόσο με την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων, όσο και με το χρονική τους διάρκεια. Την ίδια αγωνία, εκφράζουν και πολλοί εντός της Ρωσίας.
Πόσο αντικειμενικά είναι τα στατιστικά στοιχεία;
Σύμφωνα με εκτιμήσεις Ρώσων οικονομολόγων, αν αφαιρέσουμε από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία το δίμηνο Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου, η πτώση της οικονομίας άγγιξε το 4% ενώ για το τέταρτο τρίμηνο αναμένεται να κατρακυλήσει στο -7%.
Την ίδια στιγμή, στην εσωτερική αγορά, οι πολίτες μπορούν να αγοράσουν, σχεδόν, όλα όσα μπορούσαν και πριν την έναρξη του πολέμου, μόνο που αυτή τη φορά προέρχονται από διαφορετικές χώρες κατασκευής. Ας μη ξεχνάμε πως ένας μεγάλος αριθμός χωρών, εξακολουθούν να συνεργάζονται με την Ρωσία, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Τουρκία, οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας κ.ά.
Επιπλέον, η Ρωσία, παρά τα συναλλαγματικά της αποθέματα που «πάγωσαν» στη Δύση, είχε στη διάθεση της τεράστια ποσά που διοχέτευσε την οικονομία, τα οποία οι οικονομολόγοι υπολογίζουν στο 1 τρισεκατομμύριο ρούβλια. Ένα άλλο τρισεκατομμύρια ρούβλια, διοχετεύτηκε από τα μερίσματα της Gazprom αλλά και του Ταμείου Εθνικής Ευημερίας, η ίδρυση του οποίου ανάγεται στην περίοδο των υψηλών διεθνών τιμών των υδρογονανθράκων. Αξίζει να επισημανθεί πως η τρέχουσα χρονιά ήταν ιδιαίτερη επιτυχής για την Ρωσία ως προς τα έσοδα από το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της, τους υδρογονάνθρακες, αφού εισέπραξε, παρά τις κυρώσεις 337 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 240 την προηγούμενη χρονιά. Αυτό εξηγεί γιατί επιμένει στις πολεμικές της επιχειρήσεις, αλλά και την αναγκαιότητα αυστηρότερων και πιο στοχευμένων κυρώσεων εκ μέρους της Δύσης.
Ταυτόχρονα, ενώ τους πρώτους μήνες μετά την εισβολή οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά δύο φορές σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, κατά τους επόμενους αποκαταστάθηκε η ροή τους 80% ή ακόμη και 90% χάρη στην Τουρκία, η οποία έγινε ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας. Την ίδια στιγμή, όμως, τα έσοδα των πολιτών μειώθηκαν κατά 10% - 12%, ενώ η «γκρίζα» ανεργία αυξάνεται σημαντικά, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, έστω και πλασματικές. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, η επίσημη ανεργία στην Ρωσία το 2022 ήταν 3,9%. Ωστόσο, είναι ευρέως διαδεδομένη η πολιτική των υποχρεωτικών, άνευ αποδοχών, αδειών, η ημιαπασχόληση και άλλες μορφές αδήλωτης ή/και γκρίζας εργασίας.
Η επιστρατευμένη οικονομία;
Η αγαπημένη επωδός πολλών δημοσίων αντρών της ρωσικής πολιτικής σκηνής, προεξάρχοντος του προέδρου Βλ. Πούτιν, είναι πως κατά τα πρότυπα της σοβιετικής οικονομίας τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, η ρωσική, αντίστοιχα, θα μεγαλουργήσει, δεδομένης της αυταπάρνησης των πολιτών. Κατά πόσο, όμως, είναι δυνατή αυτή η «επανεκκίνηση» της οικονομίας, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες του πολέμου; Σε αυτό οι γνώμες των Ρώσων ειδικών διίστανται, ανάλογα με τη συμπάθεια ή ανοχή που έχουν έναντι του πολέμου. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο, υπό τις σημερινές συνθήκες, φαντάζει αδύνατο, γι’ αυτό εξάλλου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στον Προϋπολογισμό του 2023, ο οποίος εγκρίθηκε τον περασμένο Οκτώβριο από τη Δούμα.
Ωστόσο, το πιθανότερο σενάριο που ακούγεται το τελευταίο διάστημα, είναι πως το κράτος θα αναλάβει το κόστος του «δομικού μετασχηματισμού» της οικονομίας, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του βασικού επενδυτή σε τομείς και κλάδους που θεωρεί απαραίτητους για τη συνέχιση του πολέμου. Οι πόροι που διαθέτει για την εκτέλεση αυτής της αποστολής είναι περιορισμένοι, δεδομένου πως ο προϋπολογισμός παρουσιάζει, επισήμως, ελλείμματα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ, όπως δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας Αντόν Σιλουάνοφ.
Η μοναδική περίπτωση ακριβούς ορισμού της «επιστρατευμένης βιομηχανίας» μέσα στη νεφελώδη ατμόσφαιρα αυτού του ζητήματος, είναι εκείνη του Α’ αντιπροέδρου της ρωσικής κυβέρνησης Αντρέι Μπελοούσοφ, ο οποίος σε συνέντευξη του τον περασμένο Ιούνιο στο πρακτορείο TASS, ξεκαθάρισε πως ο όρος «επιστρατευμένη» δεν αναφέρεται στην οικονομία, αλλά στην κοινωνία. Η «επιστρατευμένη» κοινωνία, κατά τον Μπελοούσοφ, έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, η συσπείρωση της κοινωνίας γύρω συγκεκριμένους στόχους, όπως είναι η λατρεία της ανάπτυξης. Δεύτερον, αυτή η συσπείρωση προϋποθέτει υψηλό επίπεδο κοινωνικής κινητικότητας και, τρίτον, προϋπόθεση για την επικράτηση των διαθέσεων συστράτευσης της κοινωνίας στις ανάγκες της επιστρατευμένης οικονομίας, είναι η απόλυτη αξία του χρόνου.
Ωστόσο, λίγο παρακάτω, ο ίδιος ο Μπελοούσοφ, στην ερώτηση αν μία τέτοια οικονομία θα είναι αποτελεσματική, δίνει την εξής απάντηση: «Είναι δύσκολη ερώτηση. Ποιο είναι το μέτρο της αποτελεσματικότητας; Το να είναι έτοιμοι οι άνθρωποι να υποστούν δεινά; Αφού, μία επιστρατευμένη οικονομία, προκαλεί δεινά σε εκατομμύρια ανθρώπους. Είμαστε, άραγε, έτοιμοι να καταβάλουμε κάθε κόστος προκειμένου να καταφέρουμε κάτι;».
Οι προοπτικές για το 2023
Στο μέσο του καλοκαιριού του 2022, η ρωσική κυβέρνηση, με απόφασή της, απαγόρευσε την πρόσβαση στα στοιχεία μιας σειράς κρίσιμων υπουργείων και οργανισμών, με αποτέλεσμα, τα μοναδικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, να είναι τα επίσημα. Δεδομένης της μακράς ρωσικής παράδοσης της «εξωραϊσμού» των στοιχείων, είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Παρόλα αυτά, σύμφωνα πάντα με δημοσιεύματα του ρωσικού Τύπου που δεν έχουν διαψευστεί, σήμερα ολόκληροι κλάδοι της οικονομίας αντιμετωπίζουν τα δυσεπίλυτα προβλήματα που δημιουργούν οι κυρώσεις. Τέτοιοι κλάδοι είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία κυριολεκτικά κατέρρευσε, η φαρμακοβιομηχανία, διάφοροι κλάδοι μεταποίησης, οι εξαγωγείς ξυλείας και άνθρακα, οι οποίοι υποχρεώνονται να πουλήσουν τα προϊόντα τους με μεγάλες εκπτώσεις σε άλλες, πλην της δυτικής, αγορές, η βιομηχανία λιπασμάτων κ.ά.
Είναι κοινός τόπος πως η κατάσταση στην οικονομία, αντικατοπτρίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις προσδοκίες για το μέλλον. Αυτή τη στιγμή, η βασική ψυχολογία στη ρωσική κοινωνία, είναι «ο φόβος για εκείνα που δεν έχουν ακόμη συμβεί».
Αναπάντητα ερωτήματα
Θα μπορέσει η ρωσική οικονομία να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που προκαλούν, αφενός οι κυρώσεις και, αφετέρου, τα δομικά της προβλήματα, η διαφθορά και η έλλειψη ανταγωνισμού; Θα καταφέρει να αναπληρώσει το κενό που προέκυψε από τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνιτών, μετά την μερική επιστράτευση του Σεπτεμβρίου; Πώς θα την επηρεάσει μια δεύτερη επιστράτευση στα μέσα Ιανουαρίου 2023; Είναι μερικά από τα ερωτήματα, την απάντηση στα οποία θα μάθουμε στο προσεχές μέλλον.
Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης είναι δημοσιογράφος, μεταφραστής, συγγραφέας