ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Ενηλικίωση;

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ένα ερώτημα επιστρέφει και κινεί τις αναδρομές και τους απολογισμούς: Πώς θα θυμόμαστε την χρονιά που φεύγει; Με ποιον τίτλο θα την καταχωρήσουμε στην συλλογική μνήμη; Μα εφέτος το ερώτημα μοιάζει να μην έχει νόημα. Η απάντηση είναι αυτονόητη. Το 2022 ήταν η χρονιά της εισβολής στην Ουκρανία.

Για πρώτη φορά από το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου- αν καταγράψουμε την σφαγή στην πρώην Γιουγκοσλαβία ως ειδικού χαρακτήρα, αιματηρή παρενέργεια του αναίμακτου τέλους του ψυχρού πολέμου- ο ήχος των όπλων επιστρέφει στην καρδιά της Ευρώπης. Πόλεις ισοπεδώνονται, άμαχοι χάνουν κατά δεκάδες χιλιάδες την ζωή τους, εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζώνονται- σαν σε ζωντανό ριμέικ κάποιου ντοκιμαντέρ για την δεκαετία του 40. Υποψιαζόμαστε πως αυτός ο πόλεμος σημαδεύει ένα τέλος εποχής. Σίγουρα, οι επιπτώσεις του στην ζωή μας ήταν τόσο άμεσα και οδυνηρά αισθητές, ώστε ναι, δεν χωρά συζήτηση: Το 2022 θα το θυμόμαστε ως την «χρονιά του πολέμου». Ό,τι άλλο συνέβη- και συνέβησαν πολλά και σημαντικά- στην διάρκειά του, περνά σε δεύτερη μοίρα.

Κάπως έτσι αισθανόμασταν και πριν δύο χρόνια, όταν αποχαιρετούσαμε το 2021. Η πανδημία είχε εισβάλει τόσο βίαια, φέρνοντας μαζί της έναν φόβο πρωτοφανή, μέτρα απομόνωσης που έμοιαζαν βγαλμένα από ταινία επιστημονικής φαντασίας και ανατροπές στον τρόπο ζωής μας που κανείς δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί, ώστε ήταν και πάλι αυταπόδεικτο. Το 2021 ήταν, για όλον τον κόσμο, η «χρονιά του covid-19». Όπως, πιο πριν, το 2008 ήταν, για τον πλανήτη ολόκληρο, η χρονιά μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης, της μεγαλύτερης από το 1929. Μόνο που τότε, στις αντίστοιχες τελευταίες ημέρες του χρόνου, πολύ λίγοι στην Ελλάδα, θα διάλεγαν να δώσουν έναν τέτοιο τίτλο σ΄ εκείνον τον μοιραίο χρόνο.

Μπορεί το 2008, η χρονιά της χρεοκοπίας μιας μεγάλης τράπεζας στις ΗΠΑ και, μετά από λίγο, μια πλούσιας χώρας στην Ευρώπη, να καταγράφηκε γρήγορα στην συλλογική συνείδηση του κόσμου ως μαύρη χρονιά-ορόσημο. Εμείς εδώ όμως αργήσαμε πολύ να την δούμε έτσι. Εδώ, τα Μέσα Ενημέρωσης πολύ λίγο χρόνο και χώρο δώσαμε στην κάλυψη του μεγάλου σεισμού, η κυβέρνηση επισήμως μας καθησύχαζε, «μην ασχολείστε, εμείς είμαστε θωρακισμένοι», και οι ελάχιστες φωνές από την αντιπολίτευση που προειδοποιούσαν, «προσέξτε, εκτροχιαζόμαστε και μας προορίζουν για το ΔΝΤ», έβρισκαν κλειστά αυτιά. Ακόμη και μέσα στο ίδιο τους το κόμμα.

Τώρα είναι αλλιώς. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στο γεγονός και την επίδρασή του στην ζωή μας έχει σμικρυνθεί. Χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια μέχρι η κρίση του 2008 να ξεβράσει στις δικές μας ακτές το σκάφος του μνημονίου. Και πάλι, δεν ήταν ούτε αυτόματη ούτε αυτονόητη για τους περισσότερους, η σύνδεση του δικού μας δράματος με τα διεθνή του συμφραζόμενα, με το κραχ που απελευθέρωσε τα μισό-κρυμμένα δαιμόνια της ελληνικής οικονομίας. Στην περίπτωση του covid, αντίθετα, πέρασαν μόλις δύο μήνες ανάμεσα στις πρώτες «εξωτικές» εικόνες που έφθασαν από το χτύπημα του κορονοϊού στην Κίνα και στην διάγνωση του πρώτου κρούσματος επί ελληνικού εδάφους. Και στην περίπτωση της Ουκρανίας δεν χρειάστηκε να μεσολαβήσει καν κάποιο χρονικό διάστημα. Όταν τα ρωσικά τανκς έμπαιναν στο ουκρανικό έδαφος, ξέραμε ήδη ότι ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, έχει αλλάξει. Και μαντεύαμε τις συνέπειες που θα είχε στην ζωή μας. Σαν ο κόσμος να «μίκρυνε» και να έκανε πιο άμεση την επικοινωνία του διεθνούς με το εθνικό.

Μα έχουμε, ίσως, κι εμείς οι ίδιοι αλλάξει. Μας συνέβη κάτι που μοιάζει με ενηλικίωση. Η αυτό-αναφορικότητα του ελληνικού πολιτικού και μιντιακού συστήματος ήταν ως πρόσφατα τόσο αεροστεγής, ώστε ό,τι κι αν συνέβαινε στο διεθνές περιβάλλον, ακόμη κι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός (η πτώση του τείχους του Βερολίνου, για παράδειγμα, είχε την ατυχία να συμπέσει με τον πυρετό των πρώτων μετεκλογικών ημερών του Νοεμβρίου 1990 και των διαβουλεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ώστε πέρασε σχεδόν απαρατήρητη!) να μην μπορεί να διαπεράσει τα τείχη. Να εσωτερικευθεί.

Όχι πια. Ίσως ήταν η περιπέτεια του μνημονίου, όπως την ζήσαμε κι όπως την οδηγήσαμε ως τις ακραίες της συνέπειες, ώστε να την βιώσουμε, εν τέλει, όχι ως εσωτερικό δράμα μα ως επιλογή μιας θέσης στον κόσμο, ως επιβεβαίωση ή διάρρηξη των ευρωπαϊκών μας δεσμών, που έφερε αυτήν την ενηλικίωση. Θα έπαιξε τον ρόλο της και η εμπειρία της πανδημίας, που επιβεβαίωσε πόσο διασυνδεμένος είναι ο κόσμος μας, πόσο περιορισμένη είναι η επιρροή των εθνικών πολιτικών, πόσο σημαντική η διεθνής επιστημονική και πολιτική συνεργασία και αλληλεγγύη, απέναντι σε μια απειλή που καταλύει τα σύνορα- και μαζί τις παλιές οικονομικές ορθοδοξίες. Πόσο σημαντικό είναι να βρίσκεσαι στην «σωστή» πλευρά των διεθνών συμμαχιών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τις γεωπολιτικές και οικονομικές του συνέπειες, συμπληρώνει την εικόνα.

Το πολιτικό-μιντιακό σύστημα δεν έπαψε να πάσχει από την αυτό-αναφορικότητα που σημαδεύει το DNA του. Έχει ακόμη την τάση να μεταβολίζει τις διεθνείς τάσεις και κρίσεις ως υλικό για έναν μικροπολιτικό καυγά για το πάπλωμα της κομματικής επικράτησης. Αλλά η τάση αυτή έχει πια ένα όριο. Την κοινή επίγνωση πως οι εθνικές μας επιλογές αποδίδουν ή αποτυγχάνουν ανάλογα με τον τρόπο που συνδέονται με τους διεθνείς συσχετισμούς. Η επίγνωση αυτή έχει κερδίσει έδαφος. Κι έτσι, μπορεί κανείς να ελπίζει ότι θα μείνει ζωντανή και στην διάρκεια των προεκλογικών μηνών που έχουμε μπροστά μας. Θα επηρεάσει σε κάποιον βαθμό τον προεκλογικό και προγραμματικό λόγο των κομμάτων. Και θα γειώσει κάπως την τοξική, πολωτική προδιάθεση της κομματικής μάχης με την πραγματικότητα. Κι αν αυτή η ελπίδα ακούγεται υπερβολική ή ανεδαφική, ας είμαστε γενναιόδωροι: Αυτές οι μέρες είναι, κατά παράδοση, οι μέρες των ευχών.  

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!