ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Xρέος, ανταγωνιστικότητα, ανάπτυξη: Διασυνδέσεις και προοπτικές

Κάθε αναφορά στην υπερχρέωση της χώρας συνοδεύεται από ένα μόνιμο σχόλιο:  Ότι ένα μεγάλο τμήμα του δημόσιου χρέους (περίπου τα 240 δισεκ. ευρώ από ένα σύνολο 392 δισεκ. ευρώ) είναι στα χέρια θεσμικών φορέων της Ε.Ε. με σταθερά χαμηλό επιτόκιο και, επιπλέον, ότι τα τοκοχρεολύσια για 96,4 δισεκ. ευρώ από τα 240 δισεκ. ευρώ θα αρχίσουν να εξυπηρετούνται από το 2033 και μετά. Το μήνυμα είναι μονότονο: Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας εξ αιτίας των αυξήσεων των επιτοκίων στην περίοδο αυτή, και, επιπλέον, μπορούμε  να αυξήσουμε δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος ακόμα περισσότερο γιατί έχουμε ασφαλή απόσταση από το κόκκινο όριο. Βέβαια, το υπόλοιπο χρέος (150 δισεκ. ευρώ) που έχει αντληθεί από την αγορά θα πρέπει να εξυπηρετείται κανονικά, με τα τρέχοντα επιτόκια, όπως και τα δάνεια που θα προστίθενται. Με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, αυτό σημαίνει ότι η ετήσια εξυπηρέτηση των 150 δισεκ. ευρώ, αντιπροσώπευε 2,3% του ΑΕΠ στην περίοδο 2020-2022. Το μέγεθος αυτό, ήδη πριν τις πρόσφατες αυξήσεις επιτοκίων, είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (μέσος όρος 1,5%).

Η αύξηση των επιτοκίων είναι απόρροια του πληθωρισμού και άλλων παραγόντων. Σημαίνει μια πρόσθετη εκροή που αφ’ ενός θα μειώνει κάθε χρόνο το εθνικό μας εισόδημα και αφ’ ετέρου θα συμπιέζει το «δημοσιονομικό χώρο», δηλαδή τις δυνατότητες δαπάνης για υγεία, παιδεία, κοινωνική προστασία, επενδύσεις, εξοπλισμούς και λειτουργία του κράτους γενικότερα. Βεβαίως, τονίζεται ότι ο πληθωρισμός θα έχει ως θετικό αποτέλεσμα τη μείωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ. Πράγματι. Όμως με ένα τεράστιο «αλλά»: Όσο πιο μεγάλη είναι η επίδραση αυτή του πληθωρισμού, τόσο περισσότερο τμήμα του εισοδήματός τους θα έχουν χάσει, σιωπηλά, εργαζόμενοι, άνεργοι, οικονομικά αδύναμα  νοικοκυριά, και καταθέτες, συμβάλλοντας έτσι ασύμμετρα στην αποπληρωμή του χρέους.

Πέρα από το δημόσιο χρέος, η σημερινή επιστροφή σε θετικά και αυξανόμενα επιτόκια έχει σοβαρές και άμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο κόστος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις ήδη επιβαρύνονται και θα επιβαρυνθούν περισσότερο από τα μεγαλύτερα επιτόκια για δυο χρονιές τουλάχιστον. Για αρκετές από αυτές, η αύξηση του κόστους κεφαλαίου ίσως θα οδηγεί σε μείωση της παραγωγής και σε ανεργία, ίσως προκαλεί αυξήσεις τιμών και πληθωριστικές τάσεις, ίσως μειώνει κέρδη και νέες επενδύσεις, ίσως και να οδηγεί σε συμπίεση μισθών, προκειμένου να επιβιώσουν οι πιο αδύναμες ή να μειωθούν λιγότερο τα κέρδη. Σε όλες τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι ίδιο: Περιοριστική επίδραση στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ.

Θεωρητικά υπάρχει μια διέξοδος: Οι εξαγωγές, ώστε να καλυφθεί ένα τμήμα της απώλειας από τη μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Οι εξαγωγές όμως προϋποθέτουν ανταγωνιστικότητα. Οι εξαγωγές έδειξαν μια ενδιαφέρουσα αυξητική εξέλιξη στην τελευταία δεκαετία, που επιτρέπει την υπόθεση ότι κάτω από την πίεση της καθίζησης της εσωτερικής ζήτησης στα χρόνια της ύφεσης (2009-2017) αρκετές επιχειρήσεις προσαρμόστηκαν και βελτίωσαν την ανταγωνιστική τους ικανότητα. Το σημερινό πρόβλημα είναι ότι ήδη πριν αυξηθούν τα επιτόκια φέτος, η ανταγωνιστικότητα της παραγωγής εξασθενίζει.

Ας δούμε ορισμένα στατιστικά δεδομένα. ΟΙ εξαγωγές προϊόντων στο εννεάμηνο του 2022 αυξήθηκαν κατά το θεαματικό ποσοστό 41%. Πολύ σημαντικό. Όμως οι εισαγωγές αυξήθηκαν με το ακόμα πιο θεαματικό ποσοστό 47% και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που περιλαμβάνει και τον τουρισμό, με ποσοστό 77%. Τα υποκείμενα προβλήματα αποτυπώνονται κάπως στον επόμενο πίνακα.

Έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών (διάφορα κριτήρια)

  Έλλειμμα ισοζυγίου προϊόντων χωρίς καύσιμα Έλλειμμα ισοζυγίου προϊόντων και υπηρεσιών χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές καυσίμων /ΑΕΠ (%) Έλλειμμα ισοζυγίου προϊόντων και υπηρεσιών με εισαγωγές και εξαγωγές καυσίμων /ΑΕΠ (%)
2018 17,3 δισεκ ευρώ -1,9 -4,8  
2019 17,9   « -1,3 -4,0  
2020 15,3   « -7,2 -9,1  
2021 25,7   « -8,8 -12,0  

Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδας.

Προφανώς η επιδείνωση του 2020 (βλ. στήλη 3) οφείλεται στη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ λόγω κορονοϊού. Όμως όπως φαίνεται από τα απόλυτα μεγέθη, η επιδείνωση εντείνεται το 2021, οπότε το έλλειμμα χωρίς τα καύσιμα-πετρελαιοειδή αυξάνει από 15,3 σε 25,7 δισεκ. ευρώ ή 8,8% του ΑΕΠ, παρά την πολύ σημαντική αύξηση του ΑΕΠ τη χρονιά αυτή. Η εικόνα για το πρώτο εννεάμηνο 2022 (που δεν παρατίθεται στον πίνακα) είναι ακόμα πιο ανησυχητική.

Μια δεύτερη επισήμανση από τις εξελίξεις μέχρι τώρα είναι, ότι ενώ στα τελευταία χρόνια σημειώθηκε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε επιμέρους κλάδους ή επιχειρήσεις, το συνολικό αποτέλεσμα (μεγέθυνση, ανταγωνιστικότητα) επιδεινώνεται.

Η τρίτη επισήμανση είναι ότι κατανάλωση και αναδιανομή εκτόπισαν θεαματικά τις επενδύσεις του σήμερα και την ανάπτυξη του αύριο. Οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι 30% χαμηλότερες από ότι στη χρονιά της κρίσης (2009) και να επικεντρώνονται σε τομείς με αδύναμη παραγωγικότητα. Αδύναμες επενδυτικές επιδόσεις σημαίνουν αναιμική ανάπτυξη, που θα περιορίζει και τη δυνατότητα αντιμετώπισης των μεγάλων προβλημάτων μας και θα πιέζει για προσφυγή  -ξανά- στον επικίνδυνο μοχλό της υπερχρέωσης, η οποία θα γίνεται όλο και δυσκολότερη.

Ο συνδυασμός των παραγόντων αυτών, οδηγεί σε μια γενικότερη επισήμανση. Η ελληνική οικονομία έχει χάσει από πολύ καιρό την αναπτυξιακή της δυναμική. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης μεταξύ 1981 και 2021 είναι 0,9% έναντι διπλάσιου στην Ε.Ε. (1,9%). Από το 1974 μέχρι σήμερα, με εξαιρέσεις, η ανάπτυξη προχώρησε με σοβαρές συστημικές μακροοικονομικές και μικροοικονομικές αδυναμίες και παλινδρομήσεις, που εναλλάσσονταν κατά περίοδο. Πότε ήταν ο πληθωρισμός, πότε τα δημοσιονομικά ελλείμματα, πότε η υπερχρέωση, πότε η ανεργία, πότε (το 2009 και μετά) η κατάρρευση, πότε το ασφαλιστικό, συχνά ο εκλογικός κύκλος ή η επιδίωξη να βρει μια επόμενη κυβέρνηση στάχτη και κούτσουρα, και άλλα.

Παράλληλα με όλα αυτά, δημιουργήσαμε πολλά άλλοθι για τις αδύναμες επιδόσεις μας. Πότε ήταν η πολιτική καταπίεση, πότε η δικτατορία, πότε η ανάγκη αποκατάστασης αδικιών, πότε η μοχθηρότητα της τρόικας, πότε η κληρονομιά προηγούμενων κυβερνήσεων, πότε η πανδημία κ.α. Όλα σωστά. Όμως, ό,τι κι αν ισχύει από όλα αυτά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχουμε βρεθεί σε μια φάση κρίσης από την οποία δεν έχουμε απεγκλωβιστεί, ενώ οι προοπτικές που εμείς δίνουμε σήμερα στον εαυτό μας απέχουν σημαντικά από τις δυνατότητές μας, από τον τρόπο που προχωρούν πολλές χώρες στη διεθνή οικονομία και από τις προοπτικές που χαρακτηρίζουν άλλες χώρες στη Νότια Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική τροχιά μας αποκλίνει από την Ε.Ε. όσο ποτέ προηγουμένως.

Στο επίπεδο που είναι σήμερα, το ζήτημα του χρέους έχει καταλυτική σημασία για κάθε πτυχή της οικονομικής εξέλιξης. Υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισής του. Η ουσιαστική, που απαιτεί ετήσια μεγέθυνση (πραγματική-real) του ΑΕΠ της τάξης το λιγότερο 3%, που η οικονομία μας έχει να δει από πριν το 2008.  Η δεύτερη, η πλασματική, μέσω του πληθωρισμού, που θα μειώνει τη σχέση χρέους/ΑΕΠ, αλλά θα φέρνει την κοινωνία και οικονομία πιο κοντά σε μια κρίση.

Συνήθως, ένα τέτοιο άρθρο θα κατέληγε σε διάφορα «πρέπει να γίνει αυτό ή εκείνο». Όταν αυτό κινδυνεύει να φαίνεται παράταιρο, αφελές, μη ρεαλιστικό ή, γενικά, να μην έχει νόημα, σημαίνει ότι έχουμε φτάσει ή φτάνουμε σε κάποιο κομβικό αδιέξοδο που υποδηλώνει την ανάγκη μιας υπέρβασης. Αυτό πλέον ηχεί κοινότοπο  και μοιάζει με τη γνωστή επίκληση για «άλλες πολιτικές», που επανειλημμένα την ακούσαμε στις τελευταίες δεκαετίες. Όταν όμως ούτε η μορφή της υπέρβασης ή των «άλλων πολιτικών» δεν μπορεί να προσδιοριστεί με τρόπο που να ηχεί πειστικός, ακολουθεί η σιωπή.

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!