ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Με την πλάτη στον τοίχο: Διαπραγματεύσεις για την οικονομία και την κοινωνία, 2015-2019, Επιμέλεια: Ευκλείδης Τσακαλώτος, πρόλογος: Αλέξης Τσίπρας, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα 2022, σελίδες 271

Πέντε χρόνια μετά την ουσιαστική λήξη των πιο κρίσιμων διαπραγματεύσεων για τα Προγράμματα Προσαρμογής της Ελλάδας (της Ευρωπαϊκής «διάσωσης» από την κρίση χρέους της όπως καταγράφηκε επισήμως, των Μνημονίων όπως τα ζήσαμε μέρα -την-ημέρα στην Ελλάδα), η διαπραγματευτική ομάδα της τότε κυβέρνησης το πήρε επάνω της να καταθέσει την εμπειρία που έζησε. «Με την πλάτη στον τοίχο», πραγματικά!

Είναι σχεδόν ζαλιστικό να διαπιστώνει κανείς πώς ένας πολιτικός χώρος, όπως ο με κυβερνητικές ευθύνες ΣΥΡΙΖΑ μετά το αυτο-άδειασμα από την περιπέτεια Βαρουφάκη και υπό την βίαιη πίεση των «εταίρων» της Ελλάδας, βιαιότερη και από την αρχική της φάσης ΓΑΠ/Παπακωνσταντίνου, σαφώς βιαιότερη από εκείνης της φάσης Σαμαρά/Βενιζέλου/Στουρνάρα-Χαρδούβελη, ανέλαβε την ευθύνη αλλαγής πορείας στην διαπραγμάτευση χωρίς να επικοινωνήσει την μεταστροφή.

Αφού όμως προσπάθησε, και εν μέρει πέτυχε, βελτίωση των όρων που βρίσκονταν στο τραπέζι (ξανά: Μετά το αυτο-άδειασμα της φάσης Βαρουφάκη). Εκείνο που η Κυβέρνηση Τσίπρα/Τσακαλώτου χρειάστηκε να χρεωθεί και στην ελληνική πολιτική σκηνή, αλλά και από το διεθνές commentariat, ως κωλοτούμπα (ακόμη και η Libération φιλοξένησε την kolotoumba ως διεθνή όρο), υπήρξε μια βαριά και υψηλού πολιτικού κόστους προσαρμογή στην πραγματικότητα και τους συσχετισμούς της εποχής.

Προξενεί λοιπόν απορία γιατί αφέθηκε μέχρι τώρα, μέχρι το «Με την πλάτη στον τοίχο» που είναι δουλειά συλλογική 12 κεντρικών μελών τότε της διαπραγματευτικής ομάδας – γνωστοί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Σταθάκης, λιγότερο ο Δημήτρης Λιάκος, όμως καίριος ο ρόλος όλων – να είναι άγνωστη η πορεία, βήμα-βήμα , των τότε διαπραγματεύσεων. Ψέματα! να είναι γνωστή μόνο από δημοσιογραφική κάλυψη και καταγραφή (πιο σημαντική στο εξωτερικό και/ή από ανταποκριτές) ή πάλι από τον δομημένο αυτοθαυμασμό του Γιάνη – ένα «ν» - Βαρουφάκη, καθώς και από το εκλογικά και δημοσκοπικά (πετυχημένο) αντι-ΣΥΡΙΖΑ αφήγημα της κωλοτούμπας.

Ούτε του Ανδρέα Παπανδρέου η απομάκρυνση από την δέσμευση για δημοψήφισμα όσον αφορά την παραμονή ή αποχώρηση από την ΕΟΚ (1981-82) ούτε του Αντώνη Σαμαρά η απεμπλοκή από τα Ζάππεια (2011-12) άφησαν πίσω αντίστοιχο πολιτικό βαρίδι για τους δικούς τους πολιτικούς χώρους.

Το «Με την πλάτη στον τοίχο» δίνει συναρπαστικό ανάγνωσμα, ήδη με το ρυθμό των γεγονότων όπως αυτά ξεδιπλώνονται. Έχει το ενδιαφέρον του το προλογικό σημείωμα του Αλέξη Τσίπρα, όπου ενσωματώνει το ότι «τα όσα περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο είναι η πολιτική και ηθική μας κληρονομιά» – η οποία όμως μέχρι το συλλογικό αυτό έργο παρέμενε ανυπεράσπιστη, ίσως όχι πολιτικά αλλά πάντως ως βήμα-το-βήμα καταγραφή. Βέβαια, το «μια κυβέρνηση που στο τέλος της ημέρας (at the end of the day, μανιέρα Ανδρέα Παπανδρέου) δεν λειτούργησε με βάση το βραχυπρόθεσμο πολιτικό συμφέρον του κόμματος, αλλά το μακροπρόθεσμο συμφέρον της κοινωνίας, το δημόσιο συμφέρον – εντέλει το εθνικό συμφέρον» αποτελεί μια βαριά διατύπωση. Όμως… η αντιστήριξη με συγκεκριμένη αφήγηση, με παράθεση γεγονότων, με επεξήγηση έχει πάντα το δικό της βάρος. Για μας, μεγαλύτερο! Αυτό ακριβώς εισφέρει το «Με την πλάτη στον τοίχο».

Οι αφηγήσεις για το κλίμα πριν τα κρίσιμα Eurogroup, και την ένταση στην διαπραγματευτική ομάδα όταν της φθάνει το προσχέδιο της απόφασης που θα επιχειρηθεί να ληφθεί – ποτέ το Eurogroup δεν συνεδριάζει εν κενώ, όλοι πάντως αντιλαμβάνονται ότι τα προσχέδια ενσωματώνουν προαποφασισμένες κατευθύνεις – και διαπιστώνεται ότι στο εν λόγω προσχέδιο περιλαμβάνονται δρακόντειοι όροι όπως πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ επί 10ετία μετά την λήξη του τρίτου Μνημονίου, ή πάλι 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, αληθινά σου προκαλούν την αίσθηση θρίλερ. Όπως και οι τακτικές που καταστρώνονται και υλοποιούνται ώστε να αποφευχθεί η προσάραξη.

Ή, πάλι, η παρατήρηση Τσακαλώτου ότι η διαπραγματευτική διαδικασία «ξεκίνησε με μεγάλη καχυποψία και από τις δυο πλευρές, αλλά «σιγά-σιγά αυτό αμβλυνόταν», ή ακόμη η αντίστοιχη ότι «το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (υπό τον Ιρλανδό Ντέκλαν Κοστέλλο) είχε ενίοτε πιο σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις από τους άλλους Θεσμούς, αν και εντός του πλαισίου της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια», έχει το βάρος της ειλικρίνειας μαζί και με την πικρία ότι όλη η ελληνική περιπέτεια διανύθηκε σε μια φάση ιδεοληπτικής προσήλωσης (και) της Ευρώπης. Μια φάση που ήδη αποτελεί παρελθόν.

Παραπέρα, το επεξηγεί ο Τσακαλώτος: «Η μετέπειτα εμπειρία, ειδικά μετά την πανδημία, έδειξε ότι υπάρχει η δυνατότητα για σημαντική ευελιξία [π.χ. σχετικά με την κατάργηση της εξαίρεσης για την Ελλάδα και τη μη συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης/QE] όταν υπάρχει η πολιτική βούληση». Αντίστοιχα πικρή γεύση αφήνει η αφήγηση ότι «οι υπάλληλοι της ΕΚΤ δεν επικεντρώθηκαν αποκλειστικά, όπως θα περίμενε κανείς σε χρηματοπιστωτικά ζητήματα (…) Σε αρκετές περιπτώσεις χρειάστηκε να παραπονεθούμε στον Μάριο Ντράγκι ότι το προσωπικό του στα τεχνικά κλιμάκια ασχολιόταν με τεχνικά ζητήματα όπως οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, υπερασπιζόμενοι μάλιστα τις σκληροπυρηνικές θέσεις ΔΝΤ».

Έτσι πορεύεται η αφήγηση. Με λιγότερο γνωστές πτυχές, όπως το πώς επιχειρήθηκε να «φιλοξενηθεί» στο τρίτο Μνημόνιο μια διάσταση γνησίως αναπτυξιακή (αυτό το επιχειρεί ο Γιώργος Σταθάκης), ή πάλι το πώς συνδέθηκε η ανηφορική «μάχη» για την διευθέτηση του χρέους με την υπόθεση του Υπερταμείου/Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας/ΕΕΣΥΠ (εδώ το επωμίζεται η Έλενα Παπαδοπούλου, που διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε περισσότερες φάσεις, και επεξηγεί πόσο η δομή και οι προθέσεις περί την ΕΕΣΥΠ απέχουν από την υπεραπλούστευση «υποθηκεύθηκε η εθνική περιουσία για 99 χρόνια» όπως έχει περάσει στην κοινή γνώμη).

Πάντως, εκεί όπου το αφήγημα του «Με την πλάτη στον τοίχο» θα μπορούσε να θεωρήσει ότι βρήκε ήδη μια ιστορική δικαίωση, είναι το πεδίο της μετάβασης από τα κυμαινόμενα επιτόκια της αρχικής χρηματοδοτικής στήριξης του EFSF/του ESM σε σταθερά. Τα swaps με τα οποία περίπου 75% του συνολικού χρέους μακροπρόθεσμα, σχεδόν 90% σε ορίζοντα πενταετίας βρίσκεται να φέρει σταθερά επιτόκια γύρω στο 1% , αν τα δει κανείς με φόντο όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο των διεθνών επιτοκίων – ακόμη περισσότερο, όσα δείχνουν να βρίσκονται στον ορίζοντα! – αναδεικνύονται σε σωτήρια πρωτοβουλία. Κι έχει ενδιαφέρον ότι σ’ αυτή τη μετάβαση σε σταθερά επιτόκια «επιστρατεύθηκε» και ο ίδιος ο Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε όταν είδε ότι η τότε κυβέρνηση «meant business» [δικό μας αυτό, όχι του Τσακαλώτου].

Έστω και με 3 έως 5 χρόνια καθυστέρηση, το «Με την πλάτη στον τοίχο» ήταν απαραίτητο. Την ιστορία δεν γράφουν οι απόντες, ούτε οι σιωπηλοί.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!