ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Πέντε Έλληνες συγγραφείς για να διαβάσουμε στις γιορτές

Πέντε έλληνες συγγραφείς για να διαβάσουμε στις γιορτές, επιλέγοντας ανάμεσα στα καλύτερα δείγματα και στους πιο συζητημένους τίτλους της χρονιάς και με την προσοχή στραμμένη στην παραγωγή της σύγχρονης πεζογραφίας.

Ρέα Γαλανάκη: Η οικογένεια αποτελεί την πιο περίπλοκη σκαλωσιά της ζωής μας όχι με την έννοια των ιερών και των οσίων στα οποία έχουμε εξαρχής ορκιστεί αταλάντευτη πίστη, αλλά ως ζωτική βάση από την οποία εκκινούν και στην οποία καταλήγουν τα πάντα, περίπου ανεξάρτητα από την ατομική μας βούληση και κόντρα σε όσα πιθανόν σημάδεψαν τον νεανικό μας βίο, όταν φυσούσε ο άνεμος της αμφισβήτησης και της αποκαθήλωσης των ριζών. Αυτό είναι το στοχαστικό συμπέρασμα που προκύπτει από το καινούργιο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, το οποίο κυκλοφορεί με τίτλο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη. Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.  Η μυθιστοριογράφος μιλάει  για τους άρρηκτους δεσμούς του παρελθόντος με το παρόν, κάνοντας λόγο για τους γονείς της, τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη, και για τη διαδρομή τους μέσα από τους ιστορικούς δαιδάλους της εποχής τους: από τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον  Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τον Εμφύλιο και τη χούντα του 1967.

Μάρω Δούκα:  Με το μυθιστόρημά της «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, η Μάρω Δούκα δίνει τη φωνή της σε μια γυναίκα της ηλικίας και της γενιάς της, στην Κάκια. Η Κάκια δεν καταπιάνεται με την πολιτική, αναφέρεται, όμως, ακατάπαυστα στον ελληνικό δημόσιο βίο (από την Αθήνα μέχρι την Κέρκυρα και την Κρήτη), συμπεριλαμβάνοντας διακριτικά πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις και πολιτικές αναταραχές, χωρίς ποτέ να ξεχωρίσει τέτοιου τύπου μεγέθη από τα πάθη του ατομικού βίου. Η Δούκα δεν θέλει να ξετυλίξει ένα καθαρώς αυτοβιογραφικό νήμα μολονότι αντλεί το μυθοπλαστικό της υλικό απευθείας από τις εφηβικές και τις παιδικές της αναμνήσεις. Η Κάκια, συνομιλεί, σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, με τις τρεις γιαγιάδες της: με την Εργινιά, τη γιαγιά από τη μεριά του πατέρα της, με την Αφροδίτη, τη γιαγιά από την πλευρά της μάνας της, και με τη Φιλαρέτη, την «εξ αγχιστείας» γιαγιά της - με άλλα λόγια την πεθερά της.

Αλέξης Πανσέληνος:  «Λάδι σε καμβά» είναι ο τίτλος του μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνού, που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο και έχει ως κεντρικό ήρωα έναν ζωγράφο ο οποίος αρχίζει τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά δεν κατορθώνει να προχωρήσει μετά την κατάρρευση της δικτατορίας: καθηλωμένος σε έναν άχαρο επαγγελματικό ρόλο, πιστό αντίγραφο της παράδοσης του πατέρα του, από τον οποίο θα κληρονομήσει και τη μοίρα της πτώσης και της αφάνειας, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει μια πορεία πλήρους διάψευσης των φιλοδοξιών του, που δεν θα αποκτήσουν κατά κανέναν τρόπο σάρκα και οστά. Ο ήρωας είναι περίπου συνομήλικος του συγγραφέα και το διάστημα που καλύπτει ο μυθιστορηματικός χρόνος εκκινεί από την «καχεκτική δημοκρατία» της προδικτατορικής περιόδου και τη χούντα και καταλήγει στον 21ο αιώνα. Ο ήρωας είναι εκπρόσωπος μιας γενιάς που είδε τον δυναμισμό και την ορμή της να τσακίζονται στα βράχια της δικτατορίας και στο αποπνικτικό κλίμα το οποίο επιβλήθηκε στους πολλά υποσχόμενους γόνους της εποχής.

Δημήτρης Νόλλας: Η νουβέλα του Δημήτρη Νόλλα «Ματούλα Μυλλέρου: Πάροικος και παρεπίδημος», που κυκλοφορεί από τον Ίκαρο, ξεκινάει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει λίγο πριν από τη δικτατορία του 1967, επιμένοντας περισσότερο στον Εθνικό Διχασμό και στις άμεσες συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής – μακριά από οιονδήποτε διδακτισμό, αλλά και στήνοντας ένα δαιμόνιο  παιχνίδι μεταξύ Ιστορίας και λογοτεχνίας, που αγγίζει και το ζήτημα της αλήθειας της ίδιας της λογοτεχνίας με ένα νεύμα προς το υπερβατικό και το φανταστικό, δίχως εκ παραλλήλου να θίγεται ουδόλως ο ιστορικός ρεαλισμός. Ποιοι ακριβώς πρωταγωνιστούν εδώ; Μα, καταρχάς, η ίδια η Ματούλα Μυλλέρου, μια ελληνογερμανίδα παιδαγωγός που πρώτα αναζητεί τις ρίζες της στη Βαυαρία (όπου πιάνει επαφές με τη Σοβιετική Δημοκρατία Μονάχου, τους βαυαρούς δημοκράτες στους οποίους ανήκε και  ο Μπρεχτ) κι ύστερα δικάζεται για την παράνομη ίδρυση και λειτουργία ενός σχολείου για τα παιδιά των προσφύγων του 1922 στη Θεσσαλονίκης.

Βαγγέλης Σιαφάκας:  Διαβρωτικά απομυθοποιητικός και σαρκαστικός πλην με άπειρη κατανόηση για τα ζητήματα της ανθρώπινης μοίρας αποδεικνύεται ο Βαγγέλης Σιαφάκας στον μεταθανάτιο τόμο των διηγημάτων του «Εξοδόχαρτο – Το Μοναστηράκι», εκδόσεις Πόλις. Ο εγκλεισμός επί πανδημίας, η πολιτική θητεία συγγραφέα στον Ρήγα Φεραίο και στο ΚΚΕ Εσωτερικού σε σχέση με την παραμονή του στη Φλωρεντία, η δημοσιογραφική εμπειρία από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στα οποία εργάστηκε (εφημερίδες και τηλεόραση, Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων), οι μνήμες από τον γενέθλιο τόπο, τα Γιάννενα και την Κράψη, τα καλοκαίρια και οι έρωτες ή η περιπλάνηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταλήγουν πηγές ενός ανεξάντλητου χιούμορ στο «Εξοδόχαρτο». Τα διηγήματα που εντάσσονται στο «Μοναστηράκι» είναι μεγαλύτερα και επικεντρωμένα σε μια ομάδα συνδαιτημόνων που συναντιούνται στο Μοναστηράκι. Εκείνα που επικρατούν εδώ είναι η συγκρατημένη θλίψη για την αποτυχία, για την κακή τύχη και για τη διάψευση ή το πένθος για την απώλεια ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσε να τα καταφέρουν διαφορετικά στον βίο τους. Και όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή διαστολή αισθημάτων, κοιταγμένα κάποτε με τον τρόπο που αντιμετώπισε τον θάνατο ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο «Όταν ήμουν δάσκαλος».

Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου είναι κριτικός βιβλίου

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!