Είναι το Qatar-gate, το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία των ευρωπαϊκών θεσμών; Πάντως δεν είναι το πρώτο. Το 1999, οι σοβαρές κατηγορίες για διαφθορά εναντίον μίας, κυρίως, επιτρόπου, της Γαλλίδας Εντίτ Κρεσσόν, είχαν οδήγησει στην συλλογική και ατιμωτική παραίτηση ολόκληρης της Επιτροπής Σαντέρ. Αργότερα, το 2012, ένας Μαλτέζος επίτροπος υγείας υποχρεώθηκε να παραιτηθεί, όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας βοηθός του είχε ζητήσει 60 εκατομμύρια ευρώ από σουηδική βιομηχανία, για να εξαιρεθεί ένα καπνικό προϊόν από τις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις. Και, μολονότι δεν διατυπώθηκαν κατηγορίες χρηματισμού του, η πρόσληψη του Μπαρόζο ως Προέδρου της Goldman Sacks International, μετά από δύο θητείες στην προεδρία της Κομισιόν, δεν πέρασε δίχως συνέπειες για το κύρος του θεσμού. Ούτε δίχως μιμητές. Μια Ολλανδέζα πρώην επίτροπος ανταγωνισμού σκανδάλισε τις Βρυξέλλες όταν βρέθηκε να κάνει λόμπινγκ στην χώρα της υπέρ μιας εταιρείας, την οποία ως επίτροπος έπρεπε να ελέγχει, την Uber. Και στους επίσημα καταγεγραμμένους λομπίστες των Βρυξελλών περιλαμβάνονται 485 πρώην ευρωβουλευτές.
Μα ακόμη κι αν δεν είναι το χειρότερο ευρώ-σκάνδαλο, αυτό που η φωτογένεια της Εύας απλώνει στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων όλου του κόσμου, είναι σίγουρα εκείνο που ξεσπά στην χειρότερη δυνατή στιγμή. Σε μια στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία θα δοκίμαζε, έτσι κι αλλιώς, την αντοχή των ενωσιακών θεσμών, την δύναμη της Ευρώπης να βρει κοινές απαντήσεις στις μεγάλες προκλήσεις ενός σκοτεινού χειμώνα. Να συγκρατήσει τα «πρωτόγονα ένστικτα» της αναδίπλωσης στα εθνικά σύνορα και της πολιτικής του «ο σώζων εαυτόν, σωθήτω». Να εμπνεύσει στους πολίτες εμπιστοσύνη, ώστε να υπομείνουν τις συνέπειες, προβλέψιμες και απρόβλεπτες, του εν εξελίξει ενεργειακού πολέμου. Και να αμυνθεί αποτελεσματικά απέναντι στην προφανή προσπάθεια του Πούτιν να κερδίσει το στοίχημα της εισβολής στην Ουκρανία, το οποίο δεν μπορεί να κερδίσει στο πεδίο της μάχης, μέσω μιας «εξέγερσης» στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις τους να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς το θύμα της εισβολής.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, λοιπόν, το «Qatar-gate» μετατρέπεται σε παράγοντα επίτασης των εσωτερικών εντάσεων και των διαχωριστικών γραμμών. Της γραμμής που χωρίζει βορρά και νότο, της γραμμής που χωρίζει ανατολή και δύση και, προπάντων, της γραμμής που διακρίνει το πρότυπο της φιλελεύθερης δημοκρατίας από το ανερχόμενο μοντέλο του αντί- ευρωπαϊκού αυταρχισμού. Η εμπλοκή Ιταλών και Ελλήνων σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς διευκολύνει την αναβίωση στεροτύπων και επιτρέπει στον απρόθυμο «βορρά» να «εξεγείρεται» απέναντι στο «νότο» που ζητά αλληλεγγύη- αλλά ρέπει σε σκάνδαλα. Οι διάφοροι Όρμπαν της ανατολής βρήκαν την χρυσή ευκαιρία να αποστομώσουν στους φιλελεύθερους της δύσης πως δεν δικαιούνται να τους κάνουν μαθήματα κατά της διαφθοράς ή να τους επιβάλουν σεβασμό στους κανόνες του κράτους δικαίου- «μην μας κουνάτε το δάχτυλο, με το οποίο μετράτε τα δολάρια του Κατάρ», λένε χαιρέκακα. Και οι φίλοι τους στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, τύπου Λεπέν, στήνουν πάρτι.
Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης έδειξαν, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, μια σοφή αυτοσυγκράτηση. «Να μην χρησιμοποιήσουμε την υπόθεση αυτή στον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων», είχε ζητήσει ο επικεφαλής του EPP Μάνφρεντ Βέμπερ. Και μια ευρωβουλευτής του Μελανσόν είχε αποδοκιμάσει κάθε απόπειρα να εμφανιστεί το σκάνδαλο ως οικογενειακή υπόθεση των σοσιαλιστών. «Η διαφθορά δεν έχει κόμμα», είχε πει. Αλλά ο πειρασμός είναι μεγάλος. Οι πρώτοι υπαινιγμοί για την διαφθορά ως ενδημική ασθένεια των σοσιαλιστών, διατυπώθηκαν ήδη, διστακτικά, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στο δικό μας επίπεδο, εννοείται, κανένας δισταγμός.
Στήθηκε από την πρώτη στιγμή το γνώριμο παιχνίδι. Τίνος είναι βρε παιδιά η Καϊλή; Δική σας είναι. Όχι, δική σας. Δική μας, αλλά δούρειος ίππος δικός σας. Δούρειος ίππος δικός τους, σπεύδει να προσθέσει ο τρίτος, αρκεί εσύ τώρα να γίνεις δικός μας. Η πολιτική, στα δικά μας ήθη, είναι πάντα ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Και η επένδυση ενός σκανδάλου στον κομματικό ανταγωνισμό, είναι το βασικό ένστικτο της πολιτικής. Κι όταν οι πραγματικές πολιτικές διαφορές σμικρύνονται και οι δογματικές, ιδεολογικές διαφορές εκλείπουν, τα σκάνδαλα γίνονται το υποκατάστατο της πολιτικής ύλης. ‘Ένα έξω οι κλέφτες υποκαθιστά τα ανύπαρκτα προγράμματα και τα ανεπίδοτα πολιτικά μηνύματα.
Έχει ένα κόστος αυτό. Γίνεται συχνά μπούμερανγκ η ηθικολογούσα σκανδαλολογία. Το έπαθε η ΝΔ του 2004 που οργάνωσε όλη την καμπάνια της στην βάση μιας ηθικής αποδοκιμασίας της «διαπλοκής». Και βρέθηκε στην συνέχεια να πληρώνει ακριβά κάθε υποψία σκανδάλου ή «σκανδάλου», με αποκορύφωμα το Βατοπέδι. Το έπαθε και ο ΣΥΡΙΖΑ που διακινούσε, προεκλογικά, το επιχείρημα πως οι «άλλοι» υπέκυπταν στις μνημονιακές απαιτήσεις των Ευρωπαίων, επειδή ήταν εκτεθειμένοι στις διάφορες λίστες σκανδάλων, ενώ εμείς οι άφθαρτοι, χωρίς αμαρτίες στην πλάτη τους, θα βάλουμε την Μέρκελ στην θέση της. Κι έπειτα χρεώθηκε ένα πολλαπλάσιο ηθικό κόστος για έναν αναγκαίο και αναπόφευκτο συμβιβασμό.
Μα το πρόβλημα είναι, προπάντων, ότι η σκανδαλολογία, ως μέσο κομματικής επικράτησης, μπορεί να υπονομεύει, να εμποδίζει την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος. Όπως έχει συχνά ειπωθεί, για να μην παράγονται σκάνδαλα στους τόπους όπου η πολιτική και οι αποφάσεις της συναντά την οικονομική δραστηριότητα και τις επιδιώξεις της, δεν αρκεί η από άμβωνος ηθικολογία και ο εξορκισμός. Απαιτείται ένας διαρκής εκσυγχρονισμός του οπλοστασίου του κράτους δικαίου, ώστε να προλαβαίνει κι όταν δεν προλαβαίνει να τιμωρεί παραδειγματικά. Απαιτείται μια ενδυνάμωση θεσμών που στέκουν πάνω από τον κομματικό ανταγωνισμό, τον υποτάσσουν, δεν τον υπηρετούν. Δύσκολο, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σχεδόν αδύνατον, στα καθ’ ημάς.