Άλλο ένα άγονο συμβούλιο υπουργών Ενέργειας προστέθηκε προχθές στα πολλά που έχει συγκαλέσει η τσεχική προεδρία της ΕΕ, αναζητώντας λύση στο μέχρι σήμερα άλυτο πρόβλημα του πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Πιθανότατα δε την ίδια τύχη θα έχει και το συμβούλιο που συγκαλείται εκ νέου την προσεχή Δευτέρα, όσο η αναζήτηση της λύσης παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα «παιχνίδι κολοκυθιάς» για το ύψος του πλαφόν σε συνδυασμό με τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης και απενεργοποίησής του. Αλλά και αν υπάρξει κάποια απόφαση τη Δευτέρα, αυτή κινδυνεύει να είναι μη-λύση εάν τα διάφορα μέρη της αλληλοαναιρούνται, όπως π.χ. θα συμβεί στην περίπτωση που συμφωνηθεί ένα πλαφόν αλλά θα δοθεί η ευχέρεια σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη να το απενεργοποιούν εύκολα, επικαλούμενα πρόβλημα προμήθειας, ή αν είναι δυσανάλογα μεγάλο το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο οι τιμές του φυσικού αερίου θα πρέπει να είναι υψηλότερες από το πλαφόν προκειμένου αυτό να ενεργοποιηθεί.
Η αναζήτηση λοιπόν μιας λύσης που θα απαντά ουσιαστικά σε αυτό το μεγάλο πρόβλημα φαίνεται ότι υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός θεματικού συμβουλίου υπουργών, όπως είναι το συμβούλιο Ενέργειας, και η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Τούτο δε επειδή μια τέτοια λύση πρέπει να εξευρεθεί «έξω από το κουτί» της αναζήτησης μόνο ενός «μαγικού» αριθμού και να καλύπτει όλη τη γκάμα των ανοιχτών ζητημάτων. Στην περίπτωση μιας τέτοιας συνολικής λύσης, είναι πολύ πιθανό ότι το κάθε κράτος –μέλος, η καθεμιά από τις «ομάδες» χωρών που έχουν διαμορφωθεί, θα βρουν τα θετικά γι’ αυτούς στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να φθάσουν σε μια συνολική συμφωνία.
Είναι γεγονός ότι σε αυτό το πνεύμα αυτό κρατούνται ανοιχτά μια σειρά από ζητήματα, όπως οι κοινές προμήθειες φυσικού αερίου, η έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης, η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κλπ, ζητήματα επί των οποίων υπάρχει καταρχήν συμφωνία αλλά χρησιμοποιούμενα ως μέσο πίεσης δεν κλείνουν όσο δεν επιτυγχάνεται η συνολική συμφωνία. Το βάρος όμως των ανοιχτών αυτών ζητημάτων δεν φαίνεται μέχρι στιγμής επαρκές για να αντισταθμίσει τις επιφυλάξεις όσων φοβούνται ότι ένα πλαφόν θα δημιουργήσει προβλήματα ενεργειακής επάρκειας. Είναι δε τόση η επιμονή των τελευταίων που εύλογα δημιουργείται το ερώτημα μήπως γι’ αυτούς το θέμα αυτό δεν είναι ένα ακόμη αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλλά μια ζωτικής σημασίας προϋπόθεση οικονομικής επιβίωσής τους, η οποία δεν είναι εύκολο να αγνοηθεί.
Μήπως λοιπόν η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην υπέρβασή του; Μήπως οι «πλαφονολάτρες» πρέπει να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση του ενός πλαφόν «εξωτερικού»- υπό την έννοια του καθορισμού ανώτατης τιμής στους εκτός ΕΕ προμηθευτές - και αυτό να αντικατασταθεί από ένα πλαφόν «εσωτερικού» σύμφωνα με το ιβηρικό μοντέλο; Στην περίπτωση αυτή καθησυχάζονται οι φόβοι όσων ανησυχούν για την επάρκεια εφοδιασμού. Όμως ένα τέτοιο μοντέλο απαιτεί ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, κυρίως για τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, μια χρηματοδότηση που, δεδομένης της σημερινής συγκυρίας, δεν μπορεί να προέλθει παρά μέσα από έναν νέο κοινό δανεισμό της ΕΕ. Είναι γνωστό βέβαια ότι μια ομάδα κρατών αντιτίθεται σθεναρά σε νέο κοινό δανεισμό καθώς και ότι η ομάδα αυτή συμπίπτει σχεδόν πλήρως με την ομάδα των «πλαφονομάχων». Θα κατανοήσουν οι χώρες της ομάδας αυτής ότι δεν μπορούν μόνο να διεκδικούν και να επιτυγχάνουν , χωρίς να κάνουν και τις αναγκαίες υποχωρήσεις. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την ομάδα των χωρών που επιμένουν ανυποχώρητα στο πλαφόν.
Ας μη λησμονείται ακόμη ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μίλησε πριν λίγες μέρες για την ανάγκη τροποποίησης των κανόνων κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ και δημιουργίας ενός νέου ταμείου με στόχο την αποτροπή της «μετανάστευσης» ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ λόγω του πρόσφατου αμερικανικού νόμου. Όπως φαίνεται από την επιστολή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πιθανότατα θα υπάρξει μια πρώτη συζήτηση για το θέμα αυτό. Πρόκειται για ένα θέμα που αφορά πρωτίστως τη βιομηχανία των ισχυρών οικονομικά χωρών της ΕΕ αλλά που η προτεινόμενη αντιμετώπισή του (αλλαγή κανόνων κρατικών ενισχύσεων) θα επηρεάσει δυσμενώς τις οικονομίες των λιγότερο ισχυρών κρατών-μελών αν δεν υπάρξουν αντισταθμιστικά μέτρα, όπως το νέο ταμείο που ανέφερε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Αυτό σημαίνει ότι η ιδέα ενός νέου ταμείου δεν είναι πια ταμπού για την Επιτροπή, παρ’ όλο που μέχρι σήμερα δεν έχει περιλάβει μια τέτοια ιδέα στις προτάσεις για την ενεργειακή κρίση. Επομένως, μια νέα ευρωπαϊκή χρηματοδοτική απάντηση στην ευρύτερη ενεργειακή κρίση (απότοκος της οποίας είναι σε ένα βαθμό και ο νόμος των ΗΠΑ) μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος της όλης διαπραγμάτευσης.
Είναι λοιπόν η ώρα η ενωμένη Ευρώπη να βγει από το τέλμα της αναποφασιστικότητας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης - και το μέλλον της γενικότερα - και να αποφασίσει μια συνολική λύση. Την οφείλει πρωτίστως στους πολίτες της στους οποίους πρέπει να δείξει ότι εκτός από το πρόσφατο σκάνδαλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις λοιπές απογοητεύσεις υπάρχει και η Ευρώπη που στέκεται δίπλα τους στις αλλεπάλληλες κρίσεις. Η επίτευξη όμως μιας τέτοιας συνολικής λύσης επιβάλλει να αποφευχθεί η όποια «σαλαμοποίηση» των αποφάσεων και όλα τα παραπάνω ζητήματα να αντιμετωπισθούν ως ενιαίο «πακέτο», από το οποίο όλοι θα μπορούν να είναι ευχαριστημένοι. Θα επιχειρήσει το σημερινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μια τέτοια λύση; Μια λύση out of the box;