Στις 14 Σεπτεμβρίου 2022, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γενικό Δικαστήριο) επικύρωσε[1] την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2], με την οποία επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους (κάτι παραπάνω από) 4 δισ. ευρώ στην εταιρεία Google και τη μητρική της Alphabet για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά μηχανών αναζήτησης (search engines) για κινητά τηλέφωνα που λειτουργούν με λογισμικό Android.
Οι εμπορικές πρακτικές οι οποίες θεωρήθηκαν παράνομες ως βλάπτουσες τον ανταγωνισμό στην υπόθεση είναι τρεις:
i. Η θέσπιση υποχρέωσης στους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων Android να προ-εγκαθιστούν στις συσκευές τους τη μηχανή αναζήτησης Google Search, αλλά και τον πλοηγό (browser) Google Chrome για να αποκτήσουν πρόσβαση στο Play Store (ηλεκτρονικό κατάστημα με εφαρμογές).
ii. Η απαγόρευση κατασκευαστών τηλεφώνων Android να πωλούν συσκευές με λογισμικό το οποίο δεν είναι εγκεκριμένο από τη Google και
iii. Η συμφωνία διαμοιρασμού διαφημιστικών εσόδων με τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων Android αν δεν προ-εγκαθιστούν στις συσκευές ανταγωνιστικές μηχανές αναζήτησης.
Σκοπός των ως άνω τακτικών κατά την Επιτροπή (και το Δικαστήριο) είναι η διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της εταιρείας στην αγορά μηχανών αναζήτησης, σε αποκλεισμό ανταγωνιστών της, και κατ’ επέκταση η προστασία του τζίρου της από τις διαφημίσεις.
Oι αποφάσεις, τόσο της Επιτροπής όσο και του Γενικού Δικαστηρίου, περιέχουν ενδιαφέρουσες σκέψεις για το ευρέως πλέον συζητούμενο θέμα της ανάγκης ρύθμισης των εταιρειών τεχνολογίας (“Big Tech”):
i.Το επιχειρηματικό μοντέλο: Αρχικά, το επιχειρηματικό μοντέλο της Google βασίζεται σε έσοδα από διαφημίσεις (88% του τζίρου της)[3]. Οι αναζητήσεις που πραγματοποιούνται από τους χρήστες παρέχουν στην εταιρεία πληροφορίες για τους καταναλωτές (προτιμήσεις, γεωγραφική τοποθεσία κλπ), με αποτέλεσμα να αξιοποιεί τη γνώση αυτή τόσο για τη βελτίωση των υπηρεσιών της, όσο και για να προωθεί/διαφημίζει εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες/πωλούν προϊόντα σε εξατομικευμένη βάση.
ii. Ο ανταγωνισμός από την Αpple: Το μοντέλο λειτουργίας της Google είναι διαφορετικό από αυτό της Apple, (θεωρώντας ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της είναι η Apple στην αγορά κινητών συσκευών με προ-εγκατεστημένο λογισμικό). Η Google λειτουργεί με λογισμικό ανοιχτού τύπου, το οποίο σημαίνει ότι οι προγραμματιστές που επιθυμούν να αναπτύξουν εφαρμογές συμβατές με αυτό (“forks”), μπορούν με πρόσβαση στο βασικό λογισμικό να το κάνουν. Επομένως, η Google, με την θέσπιση περιορισμών στους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων με λογισμικό Android (βλέπε ανωτέρω), εμπόδισε την ανάπτυξη και είσοδο προγραμματιστών στην αγορά.
iii. Έγινε δεκτό ότι ο ανταγωνισμός που ασκεί η Apple δεν είναι αρκετός για να περιορίσει τη θέση της Google στην αγορά. Αρχικά, το λογισμικό της δεν είναι ανοιχτού τύπου και εγκαθίσταται μόνο στα δικά της κινητά τηλέφωνα. Το δε κόστος απόκτησης ενός κινητού Apple δεν είναι συγκρίσιμο με αυτό ενός κινητού Android. Τέλος, ο καταναλωτής για να αλλάξει κινητό, πρέπει πρώτα να συνηθίσει το νέο λογισμικό. Επομένως, οι προγραμματιστές είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν συνεργασία με την Google, γιατί δεν μπορούν να λειτουργήσουν με επαρκές κέρδος χωρίς τη ζήτηση των εφαρμογών τους από την Google.
iv. Η Amazon προσπάθησε να αναπτύξει εφαρμογή αναζήτησης με βάση Android λογισμικό και απέτυχε.
v. Θεωρητικά, οι καταναλωτές μπορούν να αλλάξουν χωρίς κόστος την μηχανή αναζήτησης τους καθώς υπάρχει πληθώρα εφαρμογών στο διαδίκτυο. Ωστόσο, το Δικαστήριο και η Επιτροπή δέχθηκαν ότι οι καταναλωτές τείνουν να χρησιμοποιούν προ-εγκατεστημένες εφαρμογές και σπάνια έχουν κίνητρο να αλλάξουν. Αυτό υποστήριξαν και η Amazon, Nokia, Microsoft που συμμετείχαν στη διαδικασία.
Ένα βασικό αντεπιχείρημα σε όλες αυτές τις σκέψεις είναι ότι οι εμπορικές αυτές πρακτικές αποτελούν ένα δικαιολογημένο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο παρέχει στις εταιρείες τεχνολογίας τα απαραίτητα έσοδα ώστε να καινοτομούν και να παρέχουν καλύτερα προϊόντα/υπηρεσίες προς τον τελικό καταναλωτή (και μάλιστα πολλές φορές δωρεάν/ βλέπε Google Search). Επίσης, η φύση των αγορών τεχνολογίας ενέχει οικονομίες κλίμακας και τα λεγόμενα network effects, δηλαδή όσο αυξάνονται οι χρήστες τους, τόσο αυξάνεται η αξία τους (και με σχεδόν μηδενικό κόστος -- marginal cost).
Η απόφαση δεν αποτελεί βεβαίως έκπληξη, καθώς παρόμοιες αποφάσεις συναντάμε τα τελευταία χρόνια σε διάφορες δικαιοδοσίες και από διάφορες ρυθμιστικές αρχές. Οι παραβάσεις συνήθως αποτελούν μονοπώληση της αγοράς, προσβολές της καταναλωτικής νομοθεσίας[4], παραβάσεις προσωπικών δεδομένων[5], ενώ κάποιες φορές αποτελούν και ποινικά κολάσιμες πράξεις[6].
Γιατί όμως μπορεί να ενδιαφέρουν όλα αυτά εμάς ως τελικούς καταναλωτές/χρήστες; Αρχικά, γιατί έχοντας μετατοπίσει μεγάλο βαθμό των δραστηριοτήτων μας διαδικτυακά, δεν μπορεί παρά να είναι σημαντικό να κατανοούμε τους κανόνες του παιχνιδιού (πώς χρησιμοποιούνται τα δεδομένα μας, πώς λειτουργούν οι μηχανές αναζήτησης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ). Έπειτα, γιατί αν κατανοούμε (έστω σε κάποιο βαθμό) τον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών τεχνολογίας, κατανοούμε και ποια είναι η δική μας ευθύνη στη χρήση των προϊόντων τους. Μπορούμε δε να αναπτύσσουμε δική μας κρίση απέναντι σε πιο ευρεία θέματα, όπως το ότι το Instagram κατηγορείται για χαμηλά ποσοστά αυτοπεποίθησης στους νέους[7] ή για το κατά πόσον η χρήση του Facebook σχετίζεται με τις εξελίξεις στην Μυανμάρ[8]. Τέλος, όσο μικραίνει η ασσυμετρία πληροφόρησης ως προς τον τρόπο λειτουργίας της τεχνολογίας, τόσο πιο κριτικές είναι οι επιλογές μας ως χρήστες (π.χ. αποδεχόμαστε η Χ εφαρμογή να στέλνει δεδομένα τοποθεσίας μας -ή άλλα- στην Ψ εταιρεία;) [9].
Ενόψει του παγκόσμιου διαλόγου που έχει ανοίξει είναι επιτακτικό να κατανοήσει κανείς τί σημασία έχουν τα «κλικ» και τα «λάικ» που κάνει στο διαδίκτυο. Κυρίως όσο η τεχνολογία περνάει σε μία φάση αυτοματοποίησης (με προπομπό τις διάφορες εφαρμογές που χρησιμοποιούν τεχνητή νοημοσύνη), τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά η προσωπική επιλογή, και άρα ευθύνη. Η τεχνολογία, όπως κάθε άγνωστη στην ουσία της έννοια, δαιμονοποιείται μόνο στο βαθμό που δεν είναι κατανοητή. Η ενεργή ενημέρωση και ανάλογη δράση καθενός από εμάς στην ορθή χρήση του διαδικτύου είναι αναγκαία για τη δημιουργία τεχνολογιών ηθικών, και τελικά ανθρώπινων[10].
Η Νικολέτα Γιαννούλη είναι δικηγόρος Αθηνών, LL.M. University College London.
[1] Υπόθεση Τ-604/18 της 14.09.2022.
[2] Απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2019/C/ 408/08, Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. 402/C/28.11.2019
[3] To γράφημα αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον ως προς τα επιχειρηματικά μοντέλα των 5 μεγαλύτερων εταιρειών τεχνολογίας: https://www.businessinsider.com/how-google-apple-facebook-amazon-microsoft-make-money-chart-2017-5?r=US&IR=T
[4] https://www.complianceweek.com/regulatory-enforcement/google-fined-42m-for-misleading-australian-customers-on-data-collection/31973.article
[5] https://www.ftc.gov/news-events/news/press-releases/2019/07/ftc-imposes-5-billion-penalty-sweeping-new-privacy-restrictions-facebook
[6] Βλέπε την υπόθεση της Cambridge Analytica στο Ηνωμένο Βασίλειο – για μία ενδιαφέρουσα ανάλυση: https://jsis.washington.edu/news/facebook-data-privacy-age-cambridge-analytica/.
[7] https://edition.cnn.com/2021/10/05/health/instagram-self-esteem-parenting-wellness/index.html.
[8] https://www.theguardian.com/technology/2021/dec/06/rohingya-sue-facebook-myanmar-genocide-us-uk-legal-action-social-media-violence.
[9] https://time.com/6209991/apps-collecting-personal-data/.
[10] Δεν είναι τυχαίο ότι σημαντικά κέντρα έρευνας περί Τεχνητής Νοημοσύνης τη συνδέουν με λέξεις όπως «ethics», «humane», «natural intelligence»: https://www.tristanharris.com/, https://hai.stanford.edu/ , https://www.harvard.edu/kempner-institute/, https://www.oxford-aiethics.ox.ac.uk/ κλπ.