Δείτε λίγο τις ημερομηνίες: στις 17 Απριλίου του 1987, η Τουρκία κατέθεσε επισήμως αίτηση ένταξής της στις (τότε) Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Είχαν περάσει περίπου 23 χρόνια από την έναρξη ισχύος – 1 Δεκεμβρίου του 1964 – της Συμφωνίας Σύνδεσης Τουρκίας-ΕΟΚ (είχαν προηγηθεί 5ετείς διαπραγματεύσεις). Σημειώστε όμως την άλλη – ογκώδη – λεπτομέρεια: η Τουρκική αίτηση ένταξης είχε κατατεθεί δυο βδομάδες μετά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου 1987 στο Αιγαίο, γνωστή και ως «κρίση του Σισμίκ» από το Τουρκικό πλοίο ερευνών που είχε σταλεί (με συνοδεία πολεμικών) σε περιοχή που η Άγκυρα θεωρούσε αμφισβητούμενη – κοντά στην Θάσο – και στην οποία η Ελλάδα είχε ανακοινώσει ότι σχεδίαζε δικό της ερευνητικό πρόγραμμα, αναζητώντας συνέχεια του κοιτάσματος «Πρίνος».
Όλοι λίγο-πολύ θυμούνται (;) την συνέχεια: Κλιμάκωση της έντασης, ο Ελληνικός στόλος στο Αιγαίο, ο Ανδρέας στο ΚΕΠΙΧ στο Πεντάγωνο, διαταγή βύθισης όποιου πλοίου βρισκόταν σε αμφισβητούμενα ύδατα διεκδικούμενα από την Ελλάδα, απάντηση του τότε Τούρκου Πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ ότι η Τουρκία «θα αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο […] αναμένουμε την πρώτη κίνηση απ’ αυτούς». κάποια κινητοποίηση του διεθνούς παράγοντα, προθυμία του τότε Γ.Γ. του ΝΑΤΟ λόρδου Κάρινγκτον να προσφέρει καλές υπηρεσίες μεσολάβησης, τηλεφωνική επικοινωνία Παπανδρέου-Οζάλ, συμφωνία για standstill όσο η Ελλάδα θα απόσχει από προσέλευση σε αμφισβητούμενες περιοχές, οπότε και η Τουρκία θα πράττει το ίδιο – η ανακοίνωση έγινε από πλευράς Οζάλ, η Ελληνική πλευρά συναίνεσε σιωπηρά. εκτόνωση της κρίσης. Εννέα μήνες αργότερα, είχαμε την συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός, the rest is history που λένε…
Δείτε, λοιπόν, μίαν άλλη χρονική σύμπτωση: Στην άμεση σκιά της τουρκικής αίτησης ένταξης, είχε κυκλοφορήσει στα γαλλικά, στις Εκδόσεις Plon, το βιβλίο αυτό του Τουργκούτ Οζάλ το οποίο μας επεσήμανε – και μας το έστειλε: Είναι και σήμερα διαθέσιμο, με αρκετό όμως ψάξιμο – φίλος της στήλης. Με πρόλογο του Francis Lamand, της Οργάνωσης «Islam et Occident», το βιβλίο αυτό αποτελεί κάτι περισσότερο από παρουσίαση μιας Τουρκίας που «δυτικοποιούμενη, καθίσταται σύγχρονη και εκσυγχρονιζόμενη, δυτικοποιείται». Υπερασπίζεται με ένταση την δημοκρατική επιλογή της Τουρκίας μετά τα χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας και, συνολικά, επιχειρεί να δείξει ότι υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων Τουρκίας και Ευρώπης ώστε να προχωρήσει αυτή η διαδρομή προς την ένταξη, προς θεσμική ενσωμάτωση της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η συνέχεια είναι γνωστή, και στις σχέσεις της Τουρκίας με την όλο και ψυχρότερη Ευρώπη – υφ’ οιανδήποτε ανάγνωση – αλλά και στην διάσταση των ΕλληνοΤουρκικών, με την σκιά του «Σισμίκ» να ανακαλείται κάθε φορά που «Ορουτς Ρέϊς» ή «Αβδούλ Χαμίτ Χαν» προσέρχεται ή απειλεί να προσέλθει σε διεκδίκηση επί του πεδίου. Ωστόσο, με περίπου 25ετή πλέον απόσταση έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ο δυτικόστροφος, αμερικανοσπουδαγμένος, εκσυγχρονιστής /φιλελεύθερος (έχουν οι όροι την σημασία τους, όσο κι αν δεν μεταφέρονται ευθέως), μηχανικός της ανάπτυξης και ήπια θρησκευόμενος (καμιά σχέση με την συνέχεια εποχής Ερμπακάν και πλέον Ερντογάν), υπό την ανοχή του Κεμαλικού κατεστημένου Τουργκούτ Οζάλ παρουσίαζε την χώρα του στην «Ευρώπη». Επιλέγοντας, δε, συνειδητά να στοχεύσει στο Γαλλικό κοινό που – ορθώς – διέβλεπε πόσο θα λειτουργούσε καθοδηγητικά στην συνέχεια των πραγμάτων.
Πώς προσεγγίζει λοιπόν ο Τουργκούτ Οζάλ την Ευρωπαϊκή διεκδίκηση της Τουρκίας; Αφήνοντας κατά μέρος τα δι-ιστορικά από τον Francois 1er μέχρι την Ανατολία ως κοιτίδα του Χριστιανισμού (από Παύλο της Ταρσού μέχρις Ιωάννη της Εφέσου) – και με όχι-ακραία διεκδίκηση της διαδρομής της Ιωνίας (διαβάζει κανείς για Ηράκλειτο, για Λεύκιππο, για Αίσωπο, για Ιπποκράτη…) – στην συνέχεια παρακολουθεί κανείς ένα εγχείρημα επαν-ανάγνωσης της σχέσης των Οθωμανών με την Ευρώπη. Που επιδιώκει/θέλει να δώσει προληπτική απάντηση στο ερώτημα/ανησυχία περί «αιώνιου εχθρού» και από τις δυο πλευρές. Για τον Οζάλ, η απόκτηση της ανεξαρτησίας «από τις Χριστιανικές κοινότητες των Βαλκανίων» λειτουργεί ως απόδειξη ανοίγματος. ενώ η ιχνηλάτηση της «εικόνας του Τούρκου» στην Δύση επιστρατεύεται ώστε να προσφέρει μιαν εσωτερική ερμηνεία των ίδιων των προσπαθειών εκσυγχρονισμού της Τουρκίας – πολύ-πολύ πριν την εποχή του Τανζιμάτ.
Ο πυρήνας της προσέγγισης Οζάλ στην «εξήγηση» αυτή της Τουρκίας προς την Ευρώπη βρίσκεται στην ανάλυση του πώς ο εκσυγχρονισμός της και οι μεταρρυθμίσεις που διαχρονικά επιχειρήθηκαν (πάλι δυο γνώριμες έννοιες στο προσκήνιο…) συνδυάστηκαν με τον εκδυτικισμό της. Όχι δε μόνο/τόσο τον εκδυτικισμό των ελίτ, αλλά και την προσπάθεια να «περάσει προς τα κάτω» μια τέτοια προσέγγιση (παράδειγμα οι αναλύσεις των εκπαιδευτικών καινοτομιών των ΝεοΤούρκων). «Ασφαλώς» και δεν φιλοξενούνται ουσιαστικά στην παρουσίαση Οζάλ οι διωγμοί των μειονοτήτων – Αρμενίων, Ελλήνων – ούτε η διαχρονικά ελλιπής διάσταση της προστασίας όποιου είδους θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αλλά και το δημοκρατικό βάπτισμα υπό το στρατιωτικό καθεστώς Εβρέν – το βιβλίο γράφεται με τον Κενάν Εβρέν ακόμη Πρόεδρο της Δημοκρατίας … - καλύπτεται με αμήχανη επιδεξιότητα.
Πάντως, η κατακλείδα «η Τουρκία δεν έχει πλέον ανάγκη από συνεχείς μεταρρυθμίσεις, ούτε από συνεχείς επαναστάσεις […] τα υπόλοιπα είναι ζήτημα χρόνου» είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη σε μια παρουσίαση που επιδιώκει να δείξει το αναπόφευκτο/αυτονόητο της Ευρωπαϊκής στροφής της Τουρκίας. Έκκληση για επενδύσεις ,έκκληση για αξιοποίηση του (φθηνού) εργατικού δυναμικού , έκκληση για συμπλήρωση των υποδομών. Έμφαση στην σημασία της Τουρκίας για τους αμυντικούς σχεδιασμούς της; Δύσης. Εικόνες ενός déjà vu, κατά τις δυο δεκαετίες που ακολούθησαν. Βέβαια η άλλη διάσταση, εκείνη του ουδετερόθρησκου Κράτους, δεν άργησε να περάσει σε δεύτερο πλάνο, όπως εξελίχθηκε η Τουρκία ύστερα να σβήσει σταδιακά…
Η κατάληξη του Τουργκούτ Οζάλ – «πόσο παράλογο είναι η Ευρώπη που θα εντείνεται μέχρι τα Ουράλια να μην περιλάβει την Ανατολία […] Το Αιγαίο θα λειτουργήσει ως θάλασσα που ενώνει τις δυο όχθες όπου γεννήθηκε ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της υφηλίου» - ηχεί σήμερα πολλαπλά πικρή. Πλην όμως και σήμερα ακόμη αποτυπώνει την Τουρκική προσέγγιση στα Ευρωπαϊκά, μια προσέγγιση που δεν θα πάψει εύκολα να βρίσκει απήχηση στην «Ευρώπη».