Όσο κι αν ο Ποντιακός Ελληνισμός αποτελεί – αποτελούσε και υπόσχεται να συνεχίσει να αποτελεί – σημαντική συνιστώσα της ελληνικής μνήμης και εμπειρίας, ακόμη και της Μικρασιατικής Καταστροφής «πριν την ώρα» η γενοκτονία στον Πόντο προηγήθηκε, είναι λιγότερο γνωστό στο βάθος της εξέλιξής του το Ποντιακό Ζήτημα. Εκείνο που πήρε πάνω του ο Βλάσης Αγτζίδης, στα 100 χρόνια της επαναφοράς στην μνήμη της μικρασιατικής περιπέτειας (στην τραγική της κατάληξη), είναι να μιλήσει για τον Πόντο ως συστατικό του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος. Και για τους Πόντιους, ως μια ομάδα που πρόβαλε ουσιαστική αντίσταση, με αντάρτικο από την εποχή ήδη των πρώτων διώξεων και εκτοπίσεων (το 1916).
Η επιλογή του Αγτζίδη να εντάξει, ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, την τραγική περιπέτεια των Ποντίων στην συνολική εξιστόρηση του Μικρασιατικού Βορρά βοηθά στην κατανόηση του πώς προέκυψε η ζοφερή εκείνη πραγματικότητα. που έφερε σε μια πραγματικότητα διασποράς (ανά τον κόσμο αλλά κυρίως στον Ελλαδικό κορμό) έναν ζωτικό και διαχρονικά ανθεκτικό πληθυσμό. Από τις επιπτώσεις της πανσλαβιστικής πολιτικής στην ωρίμανση των εντάσεων σ’ όλη την Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις χλωμές απόπειρες άσκησης πολιτικής από την Ελλάδα του 19ου αιώνα, με κεντρικό αρμό το συνολικό Ανατολικό Ζήτημα/την φθορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως «Μεγάλου Ασθενούς») αλλά και την ανάδυση του Τουρκικού εθνικισμού, ιστορείται η πορεία που κατέληξε στο πλέγμα των γενοκτονιών κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας: Αρμενική γενοκτονία με έναρξη εκτοπίσεων την άνοιξη του 1915, Ποντιακή γενοκτονία που ξεκινά το φθινόπωρο του 1915 αλλά κορυφώνεται (πάλι με εκτοπίσεις και καταναγκαστικά έργα) από το 1916 μέχρι και το 1918. Χρόνια ολόκληρα, όπως βλέπουμε προτού προκύψει εκείνο που «γνωρίζουμε» ως κυρίως Μικρασιατική Καταστροφή. Από τα 1.085.000 έως 2.070.000 Ελλήνων της Μικρασίας (οι αριθμοί ποικίλλουν ανάλογα με τις απογραφές), οι 270.000 έως 415.000 κατοικούσαν στον Πόντο. Και όσοι Πόντιοι δεν είχαν υποστεί τις διώξεις της πρώτης φάσης βρέθηκαν να εκτοπίζονται – μέχρι και με προσωπική διαταγή του Μουσταφά Κεμάλ – ως «οι Χριστιανοί που διαμένουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και μπορούν να φέρουν όπλα».
Με το ποντιακό αντάρτικο να λυγίζει, καθώς οι μεν Σοβιετικοί είχαν κόψει τις γραμμές εφοδιασμού από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, η δε ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις για βοήθεια, «το τέλος του Πόντου» ήταν προδιαγεγραμμένο. «Στην Ινέπολη, την Σαμψούντα, την Κερασούντα δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες εκτός από γέρους, γυναίκες και παιδιά». Ένα χρόνο μετά την Συνθήκη της Λωζάννης, μόνο στα Ποντιακά βουνά βρίσκονταν Έλληνες αντάρτες – βαθμιαία πέρασαν στην Σοβιετική Ένωση. στον Πόντο απέμειναν μόνον οι μουσουλμανικοί ελληνόφωνοι πληθυσμοί.
Η εξιστόρηση του Βλάση Αγτζίδη προσπαθεί συνειδητά να παραμείνει ψύχραιμη – στιγμές-στιγμές ψυχρή. Επισημάνει τον δισταγμό των περισσότερων ιστορικών να εγκύψουν στα γεγονότα αυτά. «μόνο στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, και λόγω των αλλαγών που επέφερε η εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, άρχισαν οι οργανώσεις των θυμάτων [των γενοκτονιών] να θέτουν τα ζητήματα αυτά», παρατηρεί. Για να καταλήξει στην διατύπωση ότι η «ενστικτώδης υπόγεια άρνηση της γενοκτονίας» που κάποια περίοδο είχε υπάρξει κυρίαρχη στην ιστοριογραφία (ακόμη και μετά την αναγνώριση της γενοκτονίας από την Βουλή των Ελλήνων…), «σήμερα έχει παραχωρήσει την θέση της στον αγνωστικισμό». Βαθμιαία όμως, μια νέα γενιά ιστορικών, που προέκυψε (παρόλες τις εσωτερικές διαφωνίες) από τις ίδιες τις προσφυγικές οργανώσεις, δίνει φωνή στα γεγονότα – «συνεργαζόμενη με σημαντικούς Τούρκους αντιεθνικιστές ιστορικούς».
Το τραύμα δεν φεύγει. Όμως η αντιμετώπισή του με γνώση των στοιχείων είναι κάτι το θετικό.