Παρά τις επικοινωνιακές κορώνες για χρηματοδοτήσεις που έρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, στην αγορά είναι γνωστό ότι αυτές κατευθύνονται στοχευμένα, σε μεγάλα δημόσια έργα υποδομής ή σε επιλεκτικά projects μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, με συζητήσιμη, βέβαια, προστιθέμενη αξία.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) όμως, ο κορμός της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας, με το 95% του επιχειρηματικού δυναμικού και το 85% της απασχόλησης, εξακολουθούν να παραμένουν εκτός χρηματοδοτικών εργαλείων, σε διαχρονική οικονομική δυσπραγία
Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν έχει προτεραιότητα τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, οι δε τράπεζες που υποτίθεται ότι -εκ μέρους του- αξιολογούν επιχειρηματικά σχέδια, δεν ενδιαφέρονται ή και δεν έχουν τη γνωστική ικανότητα ή το δημιουργικό βεληνεκές για να αξιολογήσουν ορθολογικά ΜΜΕ επενδυτικές προτάσεις και ακολουθούν την πεπατημένη της εξασφάλισης, ζητώντας εμπράγματες υποθήκες.
Ποια είναι η βοήθεια του κράτους σε αυτό; Το κράτος, με ετήσιο πληθωρισμό 8-10%, «επιτρέπει» τα πραγματικά επιτόκια καταθέσεων (και προθεσμιακών) να παραμένουν αρνητικά (0,02 - 0,05%), ενώ τα επιτόκια των χορηγήσεων κινούνται σε εξωπραγματικά επίπεδα (επιχειρηματικά 5% plus, καταναλωτικά 12-16%).
Σημειωτέο ότι οι τράπεζες δανείζονται εξαιρετικά χαμηλά από την ΕΚΤ, με ταυτόχρονη επανατοποθέτηση των καταθέσεων τους σε αυτήν και, έτσι, εμφανίζουν εντυπωσιακή κερδοφορία με μηδενικό ρίσκο και ευημερούσα εικόνα τραπεζικών ισολογισμών. Στα στοιχεία που πρόσφατα δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος φαίνεται ότι οι τέσσερεις συστημικές τράπεζες έχουν λάβει μέχρι τώρα, μέσα από τον μηχανισμό ΤLTRO της ΕΚΤ, ρευστότητα 51 δισ. ευρώ, η οποία στην ουσία λιμνάζει.
Θα μπορούσε το δημόσιο να παρέμβει στη τραπεζική λειτουργία; Ναι, διότι μπορεί να επιβάλλει «δικλείδες» εξορθολογισμού. Η αγορά γνωρίζει ότι όσο τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα στερούνται εγχώριου ανταγωνισμού από αντίστοιχα αλλοδαπά, θα λειτουργούν ως ένα ιδιότυπο «ολιγοπώλιο» (οι κακεντρεχείς θα το έλεγαν και καρτέλ..) που όχι μόνο αποφεύγει τον υγιή ανταγωνισμό, αλλά είναι και ιδιαίτερα κοστοβόρο, διατηρώντας πολυδάπανες, πολυάνθρωπες διοικητικές «δομές», και δη στη χώρα όπου κατά την ρήση του αείμνηστου πατριάρχη της Τραπεζικής Ι. Κωστόπουλου, «χρειάζονται μόνο 2,5 τράπεζες».
Ατυχώς, καμία κυβέρνηση ως σήμερα δεν βρήκε το κουράγιο να προωθήσει συγχώνευση τραπεζικών οντοτήτων και να επιτύχει οικονομίες κλίμακος, διότι προφανώς αυτό προσκρούει στα συμφέροντα των «δομών» που αναφέραμε.
Δικαίως οι τράπεζες στοχεύουν στο κέρδος. Εμπορικά ιδρύματα είναι και συναισθηματικοί όροι δεν χωρούν στις συναλλαγές. Το κράτος όμως σαν «διοίκηση» φέρει «ευθύνες», διότι αφενός επιβαρύνει το δημόσιο χρέος με δεκάδες δισ. ευρώ. όταν παρέχει διαδοχικές τραπεζικές ανακεφαλαιοποιήσεις (τις οποίες χρεώνονται γενιές φορολογουμένων) και αφετέρου είναι απλά θεατής στη πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και των δυσθεώρητων spreads, με το 95% των ΜΜΕ να αναζητά απεγνωσμένα ρευστότητα ακόμη και για μια «εγγυητική» των 5 χιλ. ευρώ.
Ποια υγιής αναπτυξιακή δυναμική έχει μέλλον σε αυτές τις συνθήκες; Δεν αμφισβητείται εδώ η νομιμότητα των παραπάνω πολιτικών, βέβαια και είναι νόμιμες. «Ηθικές» πάντως, δεν τις λες.
Ο Ηλίας Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, τ. Πρόεδρος του ΟΔΔΗΧ