Η διάσταση απόψεων στην ΕΕ για το πλαφόν στο φυσικό αέριο….επεκτάθηκε και στο πλαφόν στο ρωσικό φυσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται δια θαλάσσης σε τρίτες χώρες, με τα «στρατόπεδα» να διαμορφώνονται με διαφορετικό τρόπο: Η Πολωνία, που μαζί με την Ελλάδα είναι δυο από τις «Φανατικές Τέσσερις» που προωθούν το πλαφόν στο φυσικό αέριο, βρέθηκε μαζί με τη Λιθουανία και την Εσθονία απέναντι στο θέμα του πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο. Επέμενε στη θέση ότι το πλαφόν στα 65-70 δολ./βαρέλι που είχε προταθεί από την Κομισιόν είναι υπερβολικά υψηλό, αντιπροτείνοντας πλαφόν στα 30 δολ./βαρέλι. Οδήγησε έτσι τις συνομιλίες σε αδιέξοδο, με το χρόνο να μετράει αντίστροφα καθώς οι «27» πρέπει να συμφωνήσουν -και μάλιστα ομόφωνα- στο επίπεδο των τιμών προκειμένου το πλαφόν -σε επίπεδο G7- να αρχίσει να ισχύει από τις 5 Δεκεμβρίου, όπως προβλέπεται από το όγδοο πακέτο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας που θεσπίστηκε τον Οκτώβριο.
«Δεν υπάρχει συμφωνία. Τα νομικά κείμενα έχουν συνταχθεί, αλλά η Πολωνία δεν συμφωνεί με την προτεινόμενη τιμή χωρίς να προτείνει αποδεκτή εναλλακτική», σημείωσε διπλωματική πηγή στις Βρυξέλλες, κάνοντας λόγο για «άκαμπτη στάση που προκαλεί εντεινόμενη ενόχληση». Από την άλλη πλευρά, Ελλάδα, Μάλτα και Κύπρος -χώρες με μεγάλη ναυτιλιακή βιομηχανία και τάνκερ που μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο παντού εκτός ΕΕ- θεωρούσαν το προτεινόμενο πλαφόν πολύ χαμηλό. Καθώς όμως εξασφάλισαν άλλες παραχωρήσεις, συμφώνησαν για τα επίπεδα των 65-70 δολ./βαρέλι.
Η επιβολή του πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο ήταν εξαρχής μια άσκηση ισορροπίας, καθώς στόχος του ήταν όχι να διαταραχθεί η ροή του καυσίμου στην παγκόσμια αγορά, αλλά να μειωθούν τα έσοδα που αντλεί η Ρωσία για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Με δεδομένο πάντως ότι το ρωσικό πετρέλαιο Urals διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή κοντά στα 50-60 δολ./βαρέλι, η πρόταση της G7 φαίνεται να έχει περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική αξία. Το Κρεμλίνο από την πλευρά του έχει διαμηνύσει ότι δεν θα πουλά πετρέλαιο και παράγωγα προϊόντα σε χώρες που θέτουν ανώτατο όριο τιμών, αλλά είτε θα ανακατευθύνει τις προμήθειες σε εταίρους προσανατολισμένους στην αγορά, είτε θα μειώσει την παραγωγή.