Καταγράφηκε ήδη το «Πριν σβήσουν τα φώτα» του Μίμη Ανδρουλάκη, έτσι όπως το βιβλίο κυκλοφόρησε παραμονές της 17ης Νοεμβρίου – στα 49 χρόνια από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, των οποίων υπήρξε συμπρωταγωνιστής (είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μιλήσει στα 50 χρόνια, κάπως σαν τα Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις που ανοίγουν τότε…) – και έτσι όπως παρουσιάστηκε δημόσια σε εκδήλωση με κεντρική συμμετοχή του Κώστα Λαλιώτη, άλλου καίριου πρωταγωνιστή εκείνων των ημερών. Η παρουσίαση εκείνη απετέλεσε ήδη πολιτικό γεγονός, καθώς ήρθε σαν συνέχεια/απάντηση/απόκρουση της επ’ εσχάτων άνθισης αναθεωρητικών αναγνώσεων της ιστορίας και προσπαθειών ιδεολογικοπολιτικού «σβησίματος» του Πολυτεχνείου.
Από τα γεγονότα και το γενικότερο κλίμα του Νοεμβρίου 1973 ο Μίμης κάνει μια ζωντανή καταγραφή/κατάθεση, αν και η αιχμή του βρίσκεται στο πώς-πόσο η τότε καθοδήγηση του ΚΚΕ παρεξήγησε και επιχείρησε να υπονομεύσει την κατάληψη του Πολυτεχνείου (όλη η ιστορία της «Πανσπουδαστικής Νο 8»,με την βραδύτατη διόρθωσή της αργότερα). Δεν θα μας παρεξηγήσει αν πούμε ότι οι σελίδες εκείνες, οι καταληκτικές του «Πριν σβήσουν τα φώτα», λειτουργούν περισσότερο σαν προαναγγελία, σαν prequel του δεύτερου αυτοβιογραφικού του τόμου που θα ακολουθήσει: εκείνου δηλαδή που θα ξεδιπλώσει την μαρτυρία του για την δική του διαδρομή δίπλα στον Χαρίλαο, για την συμβολή του στην ωρίμανση (;), εδραίωση (;), μετάβαση(;) του ΚΚΕ ως συντελεστή της Μεταπολίτευσης και του κεντρικού πολιτικού συστήματος επί Φλωράκη. εν συνεχεία για τα πολύκροτα γεγονότα του ΄89-΄90 και την ιστορική συμμετοχή της Αριστεράς στην εξουσία….
Όμως το βιβλίο αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο, κάτι εντυπωσιακά περισσότερο από μιαν αυτοβιογραφία και από μια προσέγγιση της έννοιας της «γενιάς». Όπου η αναζήτηση της γενεαλογικής ρίζας της δικής του (που τον οδηγεί σε ένα ιστορικό, λαογραφικό και ψυχογραφικό μακροβούτι στην Κρήτη, προτού φτάσει στα δικά του χρόνια), έρχεται να κουμπώσει γλωσσικά-και-όχι-μόνο με τη συζήτηση για την περιβόητη «γενιά του Πολυτεχνείου».
Είναι το «Πριν σβήσουν τα φώτα» μια πολύμορφή, πολυεπίπεδη, σχεδόν ζαλιστική αφηγηματική περιπλάνηση. Που καταλαμβάνει τον αναγνώστη σε αντίστοιχα πολλά επίπεδα, τον υποδέχεται σε διάφορους κόσμους.
Προκειμένου να συνειδητοποιήσει κανείς πώς είναι γραμμένο αυτό το βιβλίο του Μίμη, το κλειδί βρίσκεται - θαρρούμε – σε μια αναφορά στα μαθητικά του χρόνια. Βάζει στους καλούς της τάξης ο μαθηματικός ένα προχωρημένο, δυσπρόσιτο πρόβλημα γεωμετρικού τόπου και τους φέρνει στα όριά τους. Βασανίζεται όλη μέρα ο Μίμης, βασανίζεται αντίστοιχα και ένας συμμαθητής του αντίστοιχα προικισμένος μαθηματικά. Τελικά, κάποια στιγμή τη νύχτα, του έρχεται στο μεταίχμιο ύπνου/ύπνου μια ιδέα, με κάποιες βοηθητικές ευθείες, που ξανατοποθετούν το πρόβλημα. τελικώς στον πίνακα προκύπτει, κομψή/σχεδόν διαισθητική η λύση. Το πρόβλημα έλυσε και ο άλλος συμμαθητής του, όμως εντελώς δομημένα, βήμα-βήμα, περίπου σαν σύγχρονος υπολογιστής, αφηγείται ο Ανδρουλάκης.
Έτσι, λοιπόν, με ξεπετάγματα της φαντασίας και χρονικά άλματα μπρος-πίσω και με ενσωμάτωση της μεγάλης Ιστορίας σε ιστορίες της καθημερινότητας πορεύεται το «Πριν σβήσουν τα φώτα». Κάποια στιγμή αφηγείται ο Μίμης ένα δυσάρεστο επεισόδιο όπου η επίσκεψη του πρίγκηπα Πέτρου (γιου του Ύπατου Αρμοστή Κρήτης πρίγκηπα Γεωργίου) στον Άγιο Νικόλαο, φιλοξενούμενου των Κούνδουρων (μεγάλης γενιάς Κρητικών), συνδυάστηκε με μια προσβολή προς τον πατέρα του ίδιου του Ανδρουλάκη – τσαγκάρη το επάγγελμα, αλλά με δράση τα πολιτικά της Κρήτης.
Εκεί λοιπόν, μέσα σε τρεις (κυριολεκτικά!) σελίδες, ο Ανδρουλάκης «επισκέπτεται» τα δυναστικά του πρίγκηπα Πέτρου, την μητέρα του Μαρία Βοναπάρτη – όχι απλώς απόγονο του Ναπολέοντα, αλλά και μαθήτρια του Φρόιντ και ψυχαναλύτρια, ερωμένη μεγάλων ανδρών (μεταξύ των οποίων και του Γάλλου ΥΠΕΞ και Πρωθυπουργού Αριστίντο Μπριάν), νευρωτική προσωπικότητα, παντρεμένη με τον ομοφυλόφιλο πρίγκηπα Γεώργιο ερωτευμένο δια βίου με τον Δανό θείο του, πρίγκηπα Βολντεράμ…. Συνοδεύουν τον πρίγκηπα Πέτρο οι Κούνδουροι, που μάλιστα τον φιλοξενούν στο ίδιο δωμάτιο με θέα το λιμάνι με τον πατέρα του Ύπατο Αρμοστή, πριν χρόνια – αγνοώντας όμως ότι ο Πέτρος έτρεφε προς τον πατέρα του «απροσμέτρητο μίσος», ισοδύναμο προς εκείνο που έτρεφε ο Γεώργιος προς «τον Ιούδα, τον προδότη» Ελευθέριο Βενιζέλο. Νομίζετε ότι τελείωσε η (3σέλιδη) αφήγηση εδώ; Λάθος! Διότι ο πατέρας του Μίμη σηκώνεται να φιλέψει τους ταξιδιώτες ρακές, συνοδεύοντας με αγριοαγκιναράκια (εδώ, άλλη παρέκβαση: Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αφηγείται ο Μίμης, «απέδιδε την μακροζωία του»). Όμως οι Κούνδουροι απωθούν τον τσαγκάρη «Φύγε από την μέση ρε!» και απομακρύνονται. Όλη αυτή η συσσωρευμένη αφήγηση, σε 3 σελίδες – από τις κοντά 600 – του βιβλίου.
Απ’ εκεί και πέρα, με λαχανιασμένη αφηγηματική γραφή, ο Ανδρουλάκης φέρνει δίπλα-δίπλα πλήθος στοιχείων. Στοιχεία της δικής του προσωπικής διαδρομής όπως με το άσθμα σε επίπεδο πνιγμονής, που εξαρχής σφραγίζει την ζωή του. όπως με την άρνησή του να μείνει με κορίτσια από πλουσιότερες οικογένειες («δύσκολα, πολύ δύσκολα μακροημερεύει μια σχέση ισότιμης φιλίας ανάμεσα σε ανθρώπους με τεράστια οικονομική ανισότητα»). Στοιχεία παρακολούθησης της συνολικής πολιτικής, όπως όταν περιγράφει πώς έμαθε ο ίδιος και οι συμμαθητές του την κήρυξη του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου – όλοι οι μαθητές να προσέλθουν κουρεμένοι γουλί («η 21η Απριλίου δεν έβαλε τέλος μόνο στην Βουλή και στο τσαγκαράδικο, αλλά και στην στρεβλή εφηβική υπερπολιτικοποίησή μου»). λίγο παρακάτω η αφήγηση του πώς άρπαζε το βαθύ μαύρο χρώμα «Μάκοβα» του τσαγκαράδικου, για να γράψει σε τοίχο του πολυσύχναστου υπόστεγου του σχολείου «Κάτω η Χούντα» και «η Δημοκρατία θα νικήσει», με τον πατέρα του να αντιλαμβάνεται τι συνέβη («αντιλήφθηκε ότι το πανάκριβο χρώμα είχε αδειάσει») και να διαβλέπει «τι επρόκειτο να συμβεί τα επόμενα χρόνια».
Στο βιβλίο, η διαδρομή του Μίμη Ανδρουλάκη διασταυρώνεται με την παρουσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με μια στάση απέναντι στον τελευταίο που προσπερνάει τον σεβασμό (παρόλη την διαφωνία) και πλησιάζει την κατανόηση (χωρίς να φθάσει την αποδοχή) προς τον ιδιαίτερο εκείνο χαρακτήρα: Προείκαση των ημερών του ΄89-΄90, μπορεί να φανταστεί κανείς. Περισσότερο από χαριτωμένο το συναπάντημα με την μαχητική – ήδη – Μελίνα. πιο ιδιαίτερη η διασταύρωση των βημάτων του Μίμη (πολύ αργότερα, το 1992, επεισόδιο δανεικό από τον επόμενο τόμο…) με την Βασίλισσα Σοφία, στην Μαδρίτη, που «έρχεται επάνω μου με εύθυμη και τρυφερή διάθεση, με το σύνθημα «Λεφτά στην Παιδεία, όχι στην Σοφία!»» (από την σύγκρουση Ένωσης Κέντρου-Παλατιού για την βασιλική προίκα, το 1962). Προφανώς κάποιος της είχε μιλήσει για τον ρόλο του Ανδρουλάκη στο φοιτητικό κίνημα και… έμπλεξε κάπως τα χρόνια.
Κάπως έτσι πορεύεται η χειμαρρώδης αφήγηση Μίμη Ανδρουλάκη, που ποτέ δεν παύει να έχει, έστω και από καραμπόλα, πολιτική λειτουργία. Και ακόμη περισσότερο διεισδυτική κοινωνιολογική ματιά, με ιστορική προοπτική. Το μικρό συναντάται με το μεγάλο. Το προσωπικό με τον βηματισμό της Ιστορίας – και πάλι πίσω.
Δεν θα αντέξουμε να μην φιλοξενήσουμε ένα ακόμη σπαρταριστό επεισόδιο: Με αφορμή ένα θορυβώδες φοιτητικό πάρτι στους Αμπελοκήπους, προκύπτει μια γνωριμία του «με έναν νεαρό βαθμοφόρο του Α.Τ. Αμπελοκήπων». Κάποιο βράδυ, τον καλεί, να τον ρωτήσει με ανησυχία μήπως και γνωρίζει έναν ξένο, επιστήμονα «Ούγγρος, άρα τον υποπτεύονται… Ισχυρίζεται πως ήρθε για ένα φιλοσοφικό συνέδριο στην Ολυμπία και τον Πύργο, το οποίο όμως δεν έχει δηλωθεί». Ποιο το όνομα; «Ιμρε Λάκατος». Με ανοιχτό το στόμα μένει ο Μίμης, καθώς ο Λάκατος, μαζί με τον Μπέρτραντ Ράσελ είναι «οι αγαπημένοι μου φιλόσοφοι της Μαθηματικής Λογικής». Όμως τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά των λαγωνικών της Ασφάλειας δεν πείθονται σ’ εκείνο που εξηγεί ο Λάκατος – ότι τον έχει καλέσει ο Λάτσης (Σπύρος, LSE κλπ). Πλήρης αδυναμία αντίληψης, έως ότου παίρνει τηλέφωνο τον Λαδά, πρώην Διοικητή της ΕΣΑ ο Λάτσης (ο καπετάν-Γιάννης, πατέρας του Σπύρου) και τον ξεχέζει. Προκαλώντας σοκ σ’ όλη την πυραμίδα. Σχόλιο του Μίμη, εν παρόδω: «Ο αρχιπραξικοπηματίας γνώριζε ότι στην πραγματική ιεραρχία του κοινωνικού καθεστώτος ο μπαρμπα-Γιαννης Λάτσης ήταν πολλές σκάλες ανώτερός του».
Έτσι λοιπόν πορεύεται το «Πριν σβήσουν τα φώτα». Όποιος/όποια το πάρει για να διαβάσει τα του Πολυτεχνείου, δεν θα μείνει παραπονεμένος/-η. Όποιος/-α για να διαβάσει Μίμη Ανδρουλάκη, σίγουρα όχι! Όμως μετά το δεύτερο και τρίτο πέρασμα των κοντά 600 σελίδων, θα διαπιστώσει ότι κάτι πυκνότερο από αφηγήματα μένει πίσω…