Μια πολύ ενδιαφέρουσα, ανοιχτή κι ορισμένες στιγμές έντονη συζήτηση έγινε στο 32ο Ετήσιο Συνέδριο της Ένωσης Ευρωπαϊκών Τραπεζών στη Φρανκφούρτη την περασμένη Παρασκευή. Κυριάρχησαν δύο θέματα. Ένα, η διάσταση απόψεων μεταξύ εμπορικών τραπεζών και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το ρυθμιστικό πλαίσιο (είναι εξαιρετικά ανελαστικό και μας εμποδίζει να βρούμε κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη είπαν οι τράπεζες – χάρη σε αυτό το πλαίσιο υπάρχετε σήμερα, δεν πρόκειται να χαλαρώσει απάντησε η Κριστίν Λαγκάρντ). Δεύτερο, ότι κεντρικός στόχος είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού, γι’ αυτό οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχιστούν το 2023 ώστε ο πληθωρισμός να περιοριστεί στο 2% μέχρι το 2024. Προς τούτο πρέπει οι κρατικές ενισχύσεις να είναι στοχευμένες και με φειδώ τονίστηκε, οι οριζόντιες παροχές τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.
Μεταξύ των 300 συμμετεχόντων στο Συνέδριο ξεχώρισαν η Κριστίν Λαγκάρντ, οι ηγεσίες των εποπτικών αρχών, ο πολύ δυναμικός πρόεδρος της Bundesbank, Joachim Nagel, εκπρόσωποι των μεγάλων τραπεζών της Ευρώπης, με προεξέχουσα τη Deutsche Bank και τον χαρισματικό διευθύνοντα σύμβουλό της, Christian Sewing. Από ελληνικής πλευράς ξεχωρίσαμε έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος, έναν εκπρόσωπο συστημικής ελληνικής τράπεζας κι έναν παρατηρητή από το ελληνικό προξενείο. Οι προκλήσεις από το Ουκρανικό, τις τιμές της ενέργειας, ο πληθωρισμός, το δημογραφικό πρόβλημα, η μετάβαση στην πράσινη οικονομία και η ανάγκη δομικών αλλαγών στην Ευρώπη ήταν στο τραπέζι των συζητήσεων.
Οι κυριότερες παρεμβάσεις από την πλευρά των τραπεζών κινήθηκαν σε τέσσερις άξονες, τους εξής:
Πρώτον: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θεωρούν ότι ασφυκτιούν από την έντονη πίεση των ρυθμιστικών αρχών, που δημιουργεί ανταγωνιστικό μειονέκτημα στο τραπεζικό σύστημα σε σύγκριση με άλλες ηπείρους. Πρέπει -είπαν- να μειωθεί η ασφυκτική πίεση από τους επόπτες διότι πολύ απλά οι τράπεζες δεν θα έχουν κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις που χρειάζεται η ευρωπαϊκή οικονομία. Ειδική αναφορά έγινε και στο νέο εποπτικό πλαίσιο της Βασιλείας 3 το οποίο στην πλήρη εφαρμογή του θα σημαίνει ακόμα περισσότερη παρακράτηση κεφαλαίων από τις τράπεζες και άρα λιγότερη ικανότητα χρηματοδότησης της οικονομίας.
Δεύτερον: Η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο ώστε να έρθουν ιδιωτικά κεφάλαια από άλλες ηπείρους σε περιοχές όπως οι τιτλοποιήσεις απαιτήσεων ως εργαλείο χρηματοδότησης επιχειρήσεων αλλά και η πολυαναμενόμενη δημιουργία ενιαίου πλαισίου κεφαλαιαγορών. Είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη επενδύσεων για την πράσινη μετάβαση, άρα για φθηνότερη ενέργεια, που το τραπεζικό σύστημα δεν αρκεί να χρηματοδοτήσει χωρίς την παρουσία ιδιωτικών και κρατικών κεφαλαίων. Κι επειδή τα ιδιωτικά κεφάλαια λιμνάζουν σε αγορές εκτός Ευρώπης, θα πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα εργαλεία προσέλκυσής τους. Σημειώσαμε μία διαπίστωση των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, ότι βλέπουν φαινόμενο μείωσης των μακροχρόνιων επενδύσεων από τις επιχειρήσεις της Ευρώπης ως συνέπεια των αυξημένων επιτοκίων αλλά και της αβεβαιότητας που παρατηρείται.
Τρίτον: Η Ευρώπη είναι πλέον σε δυσμενή θέση σε σχέση με τις ΗΠΑ στην προσέλκυση επενδύσεων και δεν είναι λίγες οι γερμανικές επιχειρήσεις που σκοπεύουν να μεταφέρουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Στις συζητήσεις έγινε αναφορά σε έρευνα από την οποία έχει προκύψει ότι επιχειρήσεις που έχουν υψηλή εξάρτηση από ενέργεια και μικρά περιθώρια κέρδους, μελετούν την μεταφορά της παραγωγής τους εκτός Γερμανίας. Σχετικές ήταν και οι αναφορές που έγιναν σε ένα κίνημα προστατευτισμού στις ΗΠΑ προς τις επιχειρήσεις τους, που ξεκίνησε επί Τραμπ αλλά δεν έχει ανακοπεί από τη σημερινή αμερικανική ηγεσία.
Τέταρτον: Η τάση για μεταφορά της παραγωγής πιο κοντά στην κατανάλωση σημαίνει ότι θα έχουμε πολλαπλά γεωγραφικά σημεία παραγωγής προϊόντων αλλά δεν σημαίνει καθόλου μείωση των επενδύσεων στην Κίνα (δικαιολογώντας και τις αποφάσεις της Γερμανίας για επενδύσεις στην Κίνα) διότι πολύ απλά εκεί υπάρχει μία τεράστια αγορά κατανάλωσης που χωρίς παραγωγή μέσα στην ίδια τη χώρα δεν θα μπορούσε κανείς να την προσεγγίσει. Αυτό που για τις κινέζικες επιχειρήσεις μπορεί να σημαίνει μεταφορά παραγωγής εκτός Κίνας, για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σημαίνει επενδύσεις στη Κίνα. Η αναδιάταξη της εφοδιαστικής αλυσίδας μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για χώρες που έχουν πλεονέκτημα κόστους και είναι στο κατάλληλο σημείο του χάρτη, αλλά παράλληλα θα συνεπάγεται υψηλότερο κόστος παραγωγής και αποθήκευσης και, άρα, υψηλότερες τιμές τελικού προϊόντος.
Η ΕΚΤ δια στόματος Κριστίν Λαγκάρντ αλλά και επιφανών στελεχών κεντρικών τραπεζών όπως η γερμανική και η ολλανδική, κινήθηκαν σε δύο κύριους άξονες:
Πρώτος: Οι κανόνες λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος όπως διαμορφώθηκαν μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, είναι αυτοί που επιτρέπουν στις τράπεζες σήμερα να είναι θωρακισμένες έναντι όποιας επερχόμενης κρίσης (σημειώστε ότι ένα κυρίαρχο θέμα ήταν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν και τα πιο ακραία σενάρια κρίσης). Άρα, τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, ας μην υπάρχουν προσδοκίες για χαλάρωση των κανόνων εποπτείας. Αυτό ακούστηκε ως απάντηση και σε σχετικές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών (δεν ήταν στο συνέδριο), ότι θα πρέπει να χαλαρώσει το εποπτικό πλαίσιο των τραπεζών και, ειδικά όσον αφορά τη Βασιλεία 3, να καθυστερήσει η εφαρμογή των κανόνων αυξημένης διακράτησης κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Δεύτερος: Ο δεύτερος άξονας και κυρίαρχος στο συνέδριο αφορούσε τη μάχη κατά του πληθωρισμού που αναγνωρίστηκε από όλες τις πλευρές ως η κύρια πηγή προβλημάτων στην οικονομία. Επί του θέματος υπήρξαν τρεις ξεκάθαρες τοποθετήσεις:
(α) Η ΕΚΤ θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε ο πληθωρισμός μέχρι το 2024 να έχει επιστρέψει στο 2% με ό,τι αυτό σημαίνει για την αύξηση των επιτοκίων που από όλους περιγράφηκε ότι αναπόφευκτα θα συνεχιστεί και το 2023. Είναι σημαντικό ότι ο τόνος της φωνής των στελεχών των κεντρικών τραπεζών όταν μιλούσαν για τον πληθωρισμό ήταν κυριολεκτικά πολεμικός.
(β) Θα πρέπει οι κυβερνήσεις να σταματήσουν τα οριζόντια μέτρα στήριξης των πολιτών και να κάνουν πολύ πιο στοχευμένες παρεμβάσεις διότι αυξάνουν μέσω της πολιτικής παροχών τόσο τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών όσο και τον ίδιο τον πληθωρισμό. Δεν πρέπει η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων να αντιστρατεύεται τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
(γ) Θα πρέπει η μείωση του πληθωρισμού να γίνει έγκαιρα, πριν καθιερωθεί ως ένα πάγιο φαινόμενο στη συνείδηση των παραγόντων της οικονομίας, διότι έχει παρατηρηθεί σε προηγούμενα ιστορικά φαινόμενα υψηλού πληθωρισμού ότι οι πολίτες αλλάζουν δραματικά την οικονομική συμπεριφορά τους και οδηγούμαστε σε φαινόμενα οικονομικής κρίσης μέσω της ψυχολογικής προεξόφλησης διαρκώς αυξανόμενου πληθωρισμού.