ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Το πολιτικό ρίσκο

Μέχρι το καλοκαίρι του επόμενου έτους, το αργότερο, θα έχουν γίνει εκλογές. Δεν ξέρουμε τι κυβέρνηση θα σχηματιστεί, από ποια κόμματα θα αποτελείται, τι θα κάνει και πόσο σταθερή θα είναι. Το κυριότερο, δεν ξέρουμε καν αν θα προκύψει κυβέρνηση. Αυτή η κατάσταση συνιστά μια πολιτική αβεβαιότητα για τη χώρα μας που προστίθεται στις υπάρχουσες οικονομικές αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος. Κι όπως είναι γνωστό, οι αβεβαιότητες παίζουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομικές αποφάσεις. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος δεν γνωρίζει ούτε κατά προσέγγιση το ύψος του πληθωρισμού ή των επιτοκίων του επόμενου έτους, έχει λόγους να αναβάλλει καταναλωτικές ή επενδυτικές αποφάσεις. Όταν όμως δεν γνωρίζει ούτε την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής του επόμενου έτους, τότε έχει ακόμα περισσότερους λόγους να τις αναβάλλει. Η πολιτική αβεβαιότητα έχει σοβαρές οικονομικές συνέπειες καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη κάθε πρόβλεψη πέρα από τον ορίζοντα εξαμήνου.

Που οφείλεται αυτή η αβεβαιότητα; Μια διαδεδομένη εξήγηση καταλογίζει την ευθύνη στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Πράγματι, με αυτό το σύστημα είναι δύσκολη – έως αδύνατη – η απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο σχηματισμός αυτοδύναμης κυβέρνησης από ένα κόμμα. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας – δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία – και, αν όχι, θα ακολουθήσουν δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική. Το ζήτημα είναι ότι, με τα σημερινά δεδομένα, ούτε από δεύτερες εκλογές φαίνεται να προκύπτει σταθερή κυβέρνηση. Επομένως, είναι μάλλον άστοχη η απόδοση ευθύνης στο εκλογικό σύστημα.

Οι αιτίες της αβεβαιότητας πρέπει να αναζητηθούν στους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς οι οποίοι με τη σειρά τους αντανακλούν το νοσηρό κλίμα που προκάλεσε η υπόθεση των υποκλοπών.

Από τον Αύγουστο που έγινε επίσημα γνωστή η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού μέχρι το κύμα αποκαλύψεων των τελευταίων ημερών, το πολιτικό σύστημα της χώρας βυθίζεται στην ανυποληψία. Όσο μάλιστα η Δικαιοσύνη ασχολείται περισσότερο με τους δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν τις παρανομίες και λιγότερο με αυτούς που φαίνεται να τις διαπράττουν, και όσο οι επίσημες αρχές εμμένουν στην αμυντική γραμμή του απόρρητου, η χώρα γίνεται διεθνής περίγελως, που θυμίζει περισσότερο γκανγκστερική ταινία και λιγότερο κράτος δικαίου. Αυτονόητα, υπό αυτές τις συνθήκες, το πολιτικό κλίμα οξύνεται και καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη οποιαδήποτε συνεννόηση. Πέραν του αδιανόητου της διεξαγωγής εκλογών με ενεργό το κύκλωμα υποκλοπών, η πολιτική συζήτηση πλέον γίνεται με ιδιαίτερα σκληρούς όρους και οι διαχωριστικές γραμμές που καθορίζουν τα πολιτικά «στρατόπεδα» μεταβάλλονται ραγδαία. Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική ομαλότητα, ούτε και πολιτική σταθερότητα αν δεν αρθεί αυτή η εκκρεμότητα.

Γενικά, υπάρχουν δύο τρόποι να λυθεί το πρόβλημα. Ο ένας είναι να αρθεί το απόρρητο, να μάθουμε επίσημα και αξιόπιστα τις ακριβώς έχει συμβεί και να καταλογιστούν οι ευθύνες όπου αναλογούν. Ο άλλος είναι να το ξεχάσουμε, να το αποδεχτούμε και να νομιμοποιήσουμε τέτοιες πρακτικές ως φυσιολογικό στοιχείο της πολιτικής εξουσίας. Η λύση που θα επιλεγεί θα εξαρτηθεί από τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος, όμως και στις δύο περιπτώσεις θα αποκατασταθεί η σταθερότητα και θα αρθεί η πολιτική αβεβαιότητα.

Από οικονομική άποψη δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμα διαφορά. Εφόσον παγιωθούν κάποιοι πολιτικοί συσχετισμοί που καταστήσουν προβλέψιμη της κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, οι αποφάσεις και συμπεριφορές θα προσαρμοστούν ανάλογα. Οι «διεθνείς αγορές», δηλαδή εκείνοι που ασχολούνται με τις αγοραπωλησίες περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμια κλίμακα και παίζουν κρίσιμο ρόλο στην πορεία εθνικών οικονομιών, ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο για τις κινήσεις των τιμών αυτών των περιουσιακών στοιχείων. Εφόσον μπορούν να τις προβλέψουν με σχετική ασφάλεια, θα πράξουν αναλόγως. Με άλλα λόγια, οι αγορές δεν έχουν κάποια ισχυρή προτίμηση για τη δημοκρατία. Υπάρχουν απολυταρχικές κυβερνήσεις που καταφέρνουν να προσελκύσουν διεθνή κεφάλαια που συμβάλλουν θετικά στις οικονομίες τους. Για τις αγορές δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν η χώρα μας θα επιλέξει τη λύση της διαλεύκανσης ή τη λύση της συγκάλυψης, αρκεί να αρθεί η πολιτική αβεβαιότητα.

Για τους δημοκρατικούς πολίτες όμως έχει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να έχει. Η χώρα μας έχει βιώσει στην πρόσφατη ιστορία της τόσο συνθήκες ελλιπούς δημοκρατίας και δικτατορίας (1950-74) όσο και πλήρους δημοκρατικής λειτουργίας (από το 1974). Παρότι οι ρυθμοί μεγέθυνσης της πρώτης περιόδου ήταν σαφώς υψηλότεροι από εκείνους της δεύτερης, προτιμήσαμε τη δεύτερη για τον απλούστατο λόγο ότι το κριτήριο δεν είναι το ύψος της μεγέθυνσης αλλά ποιος ωφελείται από αυτή. Όταν τα οφέλη καταλήγουν σε όσους διατηρούν προνομιακές σχέσεις με το καθεστώς και πλουτίζουν σε βάρος των υπολοίπων, το σύστημα γίνεται εγγενώς ασταθές και η επιβίωσή του εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας.

Οι οικονομικές συνέπειες της δημοκρατίας δεν εκδηλώνονται άμεσα αλλά μακροχρόνια. Θεσμοί όπως η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η ελευθερία του Τύπου, η πολιτική διαφάνεια και λογοδοσία δεν διασφαλίζουν μόνο τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αλλά και τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος, την έγκυρη πληροφόρηση και τον περιορισμό της διαφθοράς. Σε αντίθεση με τις παλινωδίες και την εγγενή αστάθεια των αυταρχικών καθεστώτων, οι δημοκρατίες συμβάλλουν σε μια συμπεριληπτική ανάπτυξη που αποτελεί την πλέον αξιόπιστη εγγύηση πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας. Σε αμιγώς οικονομικούς όρους, αυτό που διαφοροποιεί τις δημοκρατίες από τις απολυταρχίες είναι το είδος των διεθνών κεφαλαίων που ελκύουν. Κατά κανόνα, στις πρώτες τοποθετούνται μακροπρόθεσμα κεφάλαια που κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις ενώ στις δεύτερες βραχυπρόθεσμα κεφάλαια, ενίοτε αμφιβόλου προέλευσης, που κατευθύνονται στην κερδοσκοπία.

Αν το πολιτικό σύστημα αγνοήσει αυτές τις διαστάσεις και προτάξει τη βραχυπρόθεσμη επιβίωση που υπαγορεύει ο περιορισμένος χρονικός ορίζοντας των κυβερνήσεων, κινδυνεύει να βλάψει ανεπανόρθωτα τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ας μην κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι η δημοκρατία είναι ασφαλής και δεν κινδυνεύει. Εδώ και χρόνια βλέπουμε ακροδεξιά κόμματα που την αμφισβητούν ανοιχτά να ισχυροποιούνται και να πετυχαίνουν εκλογικές νίκες στην καρδιά του δυτικού κόσμου. Αν η Ελλάδα διολισθήσει σε ένα καθεστώς ελλιπούς δημοκρατίας, αντίστοιχο με εκείνο της Ουγγαρίας, της Πολωνίας ή της Τουρκίας, μπορεί να μην δει κάποια άμεση δραματική επίπτωση στην οικονομία της, όμως θα τη βρει μπροστά της. Το πολιτικό ρίσκο είναι πολύ σοβαρότερο από όσο νομίζουμε.

Ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!