O Michel Foucher, καθηγητής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής αλλά και διπλωμάτης, υπήρξε ειδικός απεσταλμένος της Γαλλίας στα Βαλκάνια και τον Καύκασο (το 1999), ειδικός σύμβουλος στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών (το 1997-2002, επί ΥΠΕΞ Βεντρίν και Βιλπέν, Προεδρία Σιράκ), πρέσβης στην Λετονία (το 2002-2006), καθώς και πρέσβης με ειδική αποστολή για τα Ευρωπαϊκά θέματα. Παράλληλα δίδασκε στο Κέντρο Ανωτέρων Ευρωπαϊκών Σπουδών της ΕΝΑ, στο Παρίσι, ενώ κατέχει την έδρα Γεωπολιτικής στο Κολλέγιο Διεθνών Σπουδών της Γαλλίας.
Χαρακτηριστικό γαλλικό παράδειγμα της μείξης ακαδημαϊκής καριέρας με την διπλωματική δραστηριότητα, δίνει στα δυο αυτά σύντομα βιβλία το ιδιαίτερο στίγμα της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής στην υπόθεση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία – που, πέρα από αντιπαράθεση «ενός παρελθόντος που δεν δέχεται να φύγει» (αυτή είναι η Ρωσία, με αυταρχικές και αυτοκρατορικές ρίζες) και «ενός μέλλοντος που δεν μπορεί να προκύψει παρά με την αντίσταση και τον πόνο» (αυτή είναι η Ουκρανία που επιχειρεί να κινηθεί προς τον ευρωατλαντικό κόσμο), θέτει σε νέα βάση την συνολική ισορροπία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Για τον Foucher, όταν αρθρογραφούσε στην Monde ήδη πριν την προσάρτηση της Κριμαίας, «η Ουκρανία θα πρέπει να αποτελέσει το δεύτερο Κράτος, ανάμεσα στην ΕΕ και την Ρωσία». Δεν μιλούσε τότε (το 2013) ο χαρτογράφος, βλέποντας να (επανα)προσδιορίζονται τα σύνορα στο ανατολικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά ο μελετητής των διεθνών σχέσεων που καλούσε «να απεμπλακεί άπαξ και δια παντός η εξωτερική πολιτική της ΕΕ […] από τις γεωγραφικές φιλοδοξίες του ΝΑΤΟ, το οποίο αναζητά νέο λόγο ύπαρξης». Υπ’ αυτήν την έννοια, καλούσε τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς να διαμορφώσουν ένα ιδιαίτερο καθεστώς σύνδεσης για τα Κράτη που βρίσκονται στα Ανατολικά και Νοτιοανατολικά της ΕΕ («συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας», σημείωνε), προδιαγράφοντας κατά κάποιον τρόπο εκείνο που – σχεδόν μια δεκαετία αργότερα – ο Εμμανουέλ Μακρόν επρόκειτο να δρομολογήσει ως Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα…
Ο Foucher βλέπει με αυστηρότητα τη ρωσική αναζήτηση καθοριστικού ρόλου στο «εγγύς εξωτερικό» της και με τεχνική δυσπιστία στην στρατιωτική της δυνατότητα. Στις αρχικές φάσεις της ρωσικής εισβολής, ο Foucher θέτει το θεμελιώδες ερώτημα-πρόκληση: Πώς θα ήταν εφικτή μια διαπραγμάτευση χωρίς να προηγηθεί συνθηκολόγηση; Πώς θα εξελίσσονταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αν δεν πετύχαινε «η παλιά, σταλινική τακτική της «ποσότητας» και δεν ολοκληρωνόταν η προώθηση προς την Οδησσό; Ποια τα όρια της τακτικής των μαζικών βομβαρδισμών, τού τύπου εκείνων που έκριναν τον πόλεμο της Τσετσενίας; (Αρκετά από αυτά τα ερωτηματικά απαντήθηκαν επί του πεδίου. Άλλα, έχουν περιπλακεί ακόμη περισσότερο). Στην γεωπολιτική του ματιά, δίπλα στην μεσολαβητική δυνατότητα των Μακρόν-Σολτς, ο Foucher βλέπει κυρίως εκείνη του προέδρου Ερντογάν («η Τουρκία, περιφερειακή δύναμη με συμφέροντα γύρω από την Μαύρη Θάλασσα εδώ και αιώνες, πολύ πριν τη Ρωσία, πρέπει να βοηθηθεί να διαδραματίσει ρόλο αντίβαρου», σημειώνει) καθώς και του ισραηλινού Πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπέννετ (οι εκλογές στο Ισραήλ περιέπλεξαν εκ νέου τις ισορροπίες). Ταυτόχρονα, όμως, εκδηλώνει την απορία του, πώς και δεν υπήρξε ενεργότερος διαμεσολαβητικός ρόλος του Πεκίνου «παρά την επιρροή που διαθέτει η Κίνα».
Στη γαλλική αυτή ματιά στα πράγματα, ευρωπαϊκή μέχρις ενός σημείου αλλά και με παγκόσμιες γεωστρατηγικές απολήξεις, τα σενάρια που περιγράφονται για τον «παγκοσμιοποιημένο αυτό πόλεμο» δεν παραλείπεται η επισήμανση της δυσφορίας που εκδηλώνεται – σε μια λογική αντιπαράθεσης the West vs. the Rest – απέναντι «σε μια Δύση που προσωρινά έχει συγκεντρωθεί γύρω από την ηγεσία των ΗΠΑ». Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα του 2022-23, όπου η ηγεσία της πιστεύει στην συμπαράταξη με την «σωστή πλευρά της Ιστορίας», το ξετύλιγμα αυτό της γαλλικής γεωπολιτικής προσέγγισης – της σαφώς αποφεύγουσας το άσπρο/μαύρο, αν και καταδικάζοντας τη ρωσική εισβολή – μπορεί να αποδειχθεί ενδιαφέρον στην επόμενη στροφή των πραγμάτων.