Η πιο πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ για την εξέλιξη της κλιματικής κρίσης κλονίζει ακόμη και τους πιο απαισιόδοξους. Ο στόχος για μείωση των ατμοσφαιρικών ρύπων κατά 45% έως το 2030, όχι μόνο δεν θα επιτευχθεί αλλά, αντίθετα, ακόμη κι αν τηρηθούν στο ακέραιο όλες οι δεσμεύσεις των κρατών -στην καλύτερη, δηλαδή, περίπτωση- αναμένεται αύξηση των ρύπων κατά 10,6%! Με τη σειρά του αυτό σημαίνει ότι το θερμόμετρο του πλανήτη αποκλείεται να συγκρατηθεί στον +1,5 βαθμό Κελσίου. Μάλιστα, θεωρείται πλέον δεδομένο ότι η πραγματική εικόνα της ρύπανσης είναι ακόμη πιο ζοφερή από αυτή που αποτυπώνεται στα επίσημα στοιχεία. Όπως αναφέρεται σε έρευνα της Washington Post, αντί των 44,2 δισ. τόνων διοξειδίου του άνθρακα που υποτίθεται ότι εξέπεμψε η ανθρωπότητα το 2019, ο πραγματικός όγκος των ρύπων είναι μεγαλύτερος κατά 8,8 έως 13,3 δισ. τόνους!
Στη διεθνή διάσκεψη για το κλίμα COP27 που πραγματοποιείται στην Αίγυπτο οι ειδικοί προειδοποιούν, μεταξύ άλλων, ότι η εγκατάλειψη του ορυκτού άνθρακα πρέπει να προχωρήσει με εξαπλάσια ταχύτητα από τη σημερινή. Παράλληλα, είναι ανάγκη να μειωθεί δραστικά η καύση φυσικού αερίου και πετρελαίου και να επιταχυνθεί ακόμη περισσότερο η ανάπτυξη των ΑΠΕ, η υιοθέτηση πράσινων μεθόδων παραγωγής από βαριές βιομηχανίες και η ηλεκτροκίνηση. Και όλα αυτά είναι αναγκαίο να γίνουν, όχι για να έχουμε τη βεβαιότητα, αλλά για να μπορούμε να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι η αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου κλίματος μπορεί να είναι αναστρέψιμη.
Η ενεργειακή μετάβαση είναι ο απολύτως αναγκαίος δρόμος αν θέλουμε να παραδώσουμε ένα βιώσιμο μέλλον στις επόμενες γενιές. Αυτή η παραδοχή είναι πλέον σχεδόν αυτονόητη. Αυτό που ίσως δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως είναι το πόσο δύσβατος θα είναι αυτός ο δρόμος. Στη σημερινή συγκυρία, την οποία διαμορφώνει ο παρατεινόμενος πόλεμος σε ευρωπαϊκό έδαφος και η σοβούσα ενεργειακή κρίση, καλούμαστε να διασφαλίσουμε την επάρκεια εφοδιασμού σε μια ενδεχόμενη έλλειψη φυσικού αερίου τους αμέσως επόμενους μήνες, να μειώσουμε την ενεργειακή κατανάλωση από σήμερα κιόλας και να δρομολογήσουμε την ταχύτερη δυνατή απεξάρτησή μας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Πέρα όμως από αυτές τις μεγάλες δυσκολίες, το εγχείρημα της ενεργειακής μετάβασης -λόγω της αλματώδους ανάπτυξης των ΑΠΕ- θέτει ούτως ή άλλως τεράστιες προκλήσεις για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, η Ευρώπη πρέπει να ενσωματώνει με ασφάλεια συνεχώς περισσότερες ΑΠΕ σε ηλεκτρικά συστήματα τα οποία είναι στην πλειονότητά τους παλαιωμένα και έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις ανάγκες των περασμένων δεκαετιών. Αυτό ισχύει και για το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με σκοπό τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από συγκεκριμένες μονάδες παραγωγής ορυκτών καυσίμων στους καταναλωτές.
Πλέον, όμως, χρειαζόμαστε ένα σύστημα το οποίο θα διακινεί την ηλεκτρική ενέργεια από διεσπαρμένες και στοχαστικές πηγές και παράλληλα θα μπορεί να απορροφά, με τη μέγιστη ασφάλεια και αποδοτικότητα, ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες καθαρής ενέργειας που παράγονται σε ολόκληρη τη χώρα και, μάλιστα, ένα μεγάλο τμήμα αυτής της ενέργειας παράγεται στο επίπεδο του δικτύου διανομής. Επιπλέον, το υπάρχον ηλεκτρικό σύστημα δοκιμάζεται ήδη από την κλιματική κρίση και οι υποδομές του πρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικές, για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΑΔΜΗΕ ανέλαβε δράση ήδη από το 2018, επιταχύνοντας την υλοποίηση του Προγράμματος Ανανέωσης Παγίων, με έργα αντικατάστασης και αναβάθμισης εξοπλισμού σε όλη τη χώρα.
Εκτός από ανθεκτικά, όμως, χρειαζόμαστε και «έξυπνα» δίκτυα. Σε συνθήκες αυξανόμενης διείσδυσης ΑΠΕ, κρίσιμη για την αποδοτική λειτουργία του Συστήματος είναι η έξυπνη και γρήγορη κατανομή φορτίου (dispatching) και για τον λόγο αυτό, ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη δρομολογήσει ένα σύνολο σύνθετων τεχνικών έργων, τα οποία συγκροτούν το «Πρόγραμμα Έργων Ενεργειακής Μετάβασης», ώστε το Σύστημα να λειτουργεί με τη μέγιστη δυνατή σταθερότητα.
Παράλληλα, ψηφιοποιούμε δεκάδες Κέντρα Υπερυψηλής Τάσης και Υποσταθμούς ανά την Ελλάδα και επεκτείνουμε τη χρήση υπερσύγχρονων αυτοματοποιημένων μέσων (drones) ώστε να παρακολουθούμε το δίκτυο σε πραγματικό χρόνο, παρεμβαίνοντας άμεσα σε περιπτώσεις βλαβών ή φθορών. Με αυτές και άλλες «έξυπνες» παρεμβάσεις, ενισχύουμε διαρκώς την αποτελεσματική λειτουργία των ηλεκτρικών υποδομών μας και αυξάνουμε την ασφάλεια και αξιοπιστία του Συστήματος.
Ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη κάνει και συνεχίζει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ανάπτυξη του Συστήματος με νέα έργα μεταφοράς που θα διευρύνουν τον ηλεκτρικό χώρο και θα επιτρέψουν την ταχεία και ασφαλή ενσωμάτωση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ΑΠΕ. Με τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις που υλοποιεί ο Διαχειριστής με ορίζοντα το 2030, ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος για ΑΠΕ θα αυξηθεί από 18 GW σήμερα σε 28 GW στο τέλος της δεκαετίας, ξεπερνώντας τον στόχο των 25 GW που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα για την ίδια περίοδο.
Οι διεθνείς διασυνδέσεις είναι μία ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρος για την επιτάχυνση της πράσινης ενέργειας. Χρειαζόμαστε ακόμη πιο πυκνά δίκτυα ηλεκτρικών διασυνδέσεων τόσο με τους παραδοσιακούς όσο και με τους νέους ενεργειακούς μας γείτονες, ώστε να ανοίξουμε νέους, ισχυρούς διαδρόμους πράσινης ενέργειας για την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια αυτή. Επιπλέον, στο εγγύς μέλλον οι διεθνείς διασυνδέσεις δεν αρκεί να είναι διασυνοριακές. Χρειαζόμαστε και διηπειρωτικές ηλεκτρικές διασυνδέσεις, ώστε να μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την παραγωγή ενέργειας στις διαφορετικές κλιματικές και γεωγραφικές ζώνες.
Ο Διαχειριστής, επίσης, προσπαθεί να συνδέει με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό τις νέες μονάδες ΑΠΕ στο Σύστημα. Είναι ενδεικτικό ότι έχουμε ήδη χορηγήσει Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης που αναλογούν στο 90% του στόχου του ΕΣΕΚ για το 2030 και σχεδόν στο 80% του ηλεκτρικού χώρου που θα δημιουργήσουν τα νέα έργα μεταφοράς του ΑΔΜΗΕ τα επόμενα χρόνια. Προκειμένου, βέβαια, τα πράσινα έργα να κατασκευάζονται και να παραδίδονται έγκαιρα, χρειάζονται fast-track αδειοδοτήσεις στα έργα κατασκευής γραμμών μεταφοράς και άλλες μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Το πιο κρίσιμο ζήτημα όμως είναι η σωστή αξιοποίηση του υφιστάμενου ηλεκτρικού χώρου ώστε να προχωρήσει η υλοποίηση των βιώσιμων επενδύσεων ΑΠΕ που έχουν ήδη δεσμεύσει -ή θα δεσμεύσουν στο μέλλον- χωρητικότητα στο Σύστημα.
Πρέπει, λοιπόν, να γίνουν όλες αυτές οι δύσκολες αλλά αναγκαίες προσαρμογές τόσο σε επίπεδο λειτουργίας του ηλεκτρικού συστήματος όσο και σε επίπεδο οργάνωσης, εποπτείας και ρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να ανταποκριθούμε με επιτυχία στα νέα δεδομένα και να περάσουμε με ασφάλεια στην εποχή της καθαρής ενέργειας.
Μπορεί όμως να γίνει αυτό από τη μία μέρα στη άλλη; Η απάντηση είναι, ασφαλώς όχι. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος, συντονισμένη προσπάθεια και αυξημένο κόστος. Ας δούμε γιατί:
Οι μονάδες ΑΠΕ είναι στοχαστικές, δηλαδή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ενέργεια που παράγουν μόνο τη στιγμή που την παράγουν και δεν μπορούμε να είμαστε όσο βέβαιοι απαιτεί η ασφαλής ηλεκτροδότηση σχετικά με το πόση θα είναι αυτή η ενέργεια. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι να προστεθούν τόσες μονάδες αποθήκευσης ενέργειας στο Σύστημα όσες απαιτούνται ώστε να έχουμε όση ενέργεια χρειαζόμαστε όταν δεν υπάρχει καθόλου παραγωγή ΑΠΕ. Ο ρόλος της αποθήκευσης είναι καθοριστικός προκειμένου να πετύχουμε την ασφαλή και αποδοτική λειτουργία των έργων ΑΠΕ, να ενισχύσουμε την ενεργειακή επάρκεια και να γίνονται οι λιγότερες δυνατές περικοπές ενέργειας σε συνθήκες υψηλής ανανεώσιμης παραγωγής, ούτως ώστε να μην απειληθεί η βιωσιμότητα των πράσινων επενδύσεων.
Το πρόβλημα είναι ότι, σήμερα και για τουλάχιστον κάποια χρόνια ακόμη, οι τεχνολογίες αποθήκευσης είναι ακριβές. Για ένα απροσδιόριστο διάστημα αρκετών ετών, λοιπόν, χρειάζεται να έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας την απαιτούμενη ισχύ μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα ώστε να καλύπτεται η ζήτηση, όταν δεν θα υπάρχει επαρκής παραγωγή από ΑΠΕ. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, σε κύματα σφοδρής κακοκαιρίας όπως η Μήδεια το 2021.
Συνεπώς, τα επόμενα χρόνια οι ΑΠΕ θα συνυπάρξουν σε κάποιο βαθμό με τα ορυκτά καύσιμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές της ενέργειας αλλά και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Η δεύτερη συνέπεια, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, είναι αυτή που μας πιέζει να κάνουμε όσο το δυνατόν ταχύτερη τη διαδικασία, άρα ολοένα και πιο ακριβή για το διάστημα της μετάβασης, καθώς μετά την ολοκλήρωση της η ενέργεια θα είναι σημαντικά φθηνότερη. Ο δρόμος λοιπόν τα επόμενα χρόνια είναι δύσβατος. Το θέμα αυτό θα γίνεται ολοένα και πιο κεντρικό πολιτικό ζήτημα στο μέλλον, ακόμη και αν δεν επιβαρύνεται η κατάσταση από γεωπολιτικά γεγονότα όπως συμβαίνει σήμερα.
Σήμερα, με την έναρξη του COP27, μαθαίνουμε ότι αρκετά μέλη του Glasgow Financial Alliance on Net Zero (GFANZ) έχουν παραιτηθεί από τη συμμαχία λόγω ανησυχιών ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις «κλιματικές δεσμεύσεις» τους λόγω του ολοένα αυξανόμενου κόστους για τα ίδια. Πρόκειται για μια ηχηρή προειδοποίηση σχετικά με τη δυνατότητα της αγοράς να επιτύχει από μόνη της, βασιζόμενη στους δικούς της μηχανισμούς, την αλλαγή παραγωγικού παραδείγματος που ουσιαστικά προϋποθέτει η ενεργειακή μετάβαση. Στην αγορά οφείλουμε φυσικά πολλά για τη σημερινή κοινωνική πρόοδο, αλλά είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όταν φτάνουμε στο σημείο να απαιτείται ένα τεράστιο εύρος επενδύσεων (και υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα, όπως η ανάπτυξη σιδηροδρομικών δικτύων το 19ο αιώνα και η ανάπτυξη της διαστημικής τεχνολογίας μεταπολεμικά) η παρέμβαση του κράτους, δηλαδή των πολιτικών (policies), είναι απολύτως απαραίτητη για να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων.
Για να αλλάξει η πορεία των πράγματων, πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που κάνουμε τα πράγματα, να σκεφτούμε νέους τρόπους δράσης. Δεν μπορούμε να περιμένουμε να αλλάξουν όσο δραστικά απαιτείται οι στρατηγικές των επιχειρήσεων οι οποίες βλέπουν τον κόσμο από την οπτική γωνία της ολοένα και μεγαλύτερης παραγωγής καθαρού κέρδους. Σε συνθήκες επικίνδυνης μετάβασης, όπως οι σημερινές, απαιτείται να εισαχθούν και άλλες προτεραιότητες, και για να γίνει αυτό είναι αναγκαίο οι πολιτικές του κράτους να καθοδηγήσουν αυτή την αλλαγή. Πρόκειται για μια διαδικασία που σε κάποια κράτη έχει ήδη ξεκινήσει δειλά να συμβαίνει, φαίνεται όμως ότι είναι δύσκολο να εφαρμοστεί με την απαιτούμενη ταχύτητα και στο απαιτούμενο βάθος που απαιτεί η σημερινή πολύπλευρη κρίση.
Το πρόβλημα της ενεργειακής μετάβασης είναι ένα παγκόσμιο πολιτικό πρόβλημα. Αργά ή γρήγορα σε κάθε χώρα οι διαφορετικές πολιτικές θα σχετίζονται με τη θέση που παίρνει η κάθε πλευρά της πολιτικής σκηνής σχετικά με την ενεργειακή μετάβαση, και όσο η κλιματική κρίση εντείνεται, η συζήτηση θα αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα διανύσουμε αυτό το δύσβατο δρόμο. Το διακύβευμα θα είναι η μετάβαση αυτή να γίνει με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρόσβαση των πολιτών στο κοινωνικό αγαθό της ενέργειας χωρίς αποκλεισμούς, δηλαδή, τελικά το διακύβευμα θα συναντηθεί με το κεντρικό θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι υπεύθυνες για τη δημοσιονομική ανασφάλεια που ήδη βιώνουν όλα τα κράτη σήμερα.
Το κράτος πρέπει να αναλάβει το ρόλο της κλιματικής ηγεσίας, όχι με τις παλιές ιδεοληψίες των μαζικών κρατικοποιήσεων, αλλά να αναλάβει α) το ρόλο του επενδυτή που επενδύει, από κοινού με τον ιδιωτικό τομέα, με ένα συγκεκριμένο σκοπό, μια συγκεκριμένη αποστολή που πρέπει να φέρει σε πέρας και β) το ρόλο του χρηματοδότη επενδύσεων με κεφάλαια που θα συλλέξει από τη φορολογία, επενδύσεων συγκεκριμένων που θα έχουν επιλεγεί με κριτήρια που θα πιστοποιούν σε ποιο βαθμό αυτές οι επενδύσεις υπηρετούν τον σκοπό, γ) το ρόλο της οντότητας που θα διασφαλίσει ότι η μετάβαση θα συντελεστεί με κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή, θα ενταχθούν σε αυτήν και τα ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, τα οποία δεν μπορούν να την αντέξουν οικονομικά με τις σημερινές συνθήκες.
Η ενεργοποίηση του κράτους, ο ριζικός μετασχηματισμός του από τον γραφειοκρατικό Λεβιάθαν στον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης ενός επενδυτικού περιβάλλοντος που θα κατευθύνει τη δραστηριότητα, θα διαμορφώνει ευνοϊκό περιβάλλον και θα δίνει ώθηση σε δικά του αλλά και ιδιωτικά κεφάλαια ικανά να φέρουν σε πέρας δύσκολα επενδυτικά σχέδια, είναι απολύτως κρίσιμη για να προχωρήσει η μετάβαση με την ταχύτητα που απαιτείται. Η λειτουργία αυτού του "επενδυτικού κράτους" με τρόπο που θα προστατεύει τα συμφέροντα του, δηλαδή, σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των μετόχων του, των πολιτών και των επιχειρήσεων που το χρηματοδοτούν μέσω της δίκαιης φορολογίας (χωρίς την οποία δεν πρόκειται να βρει τα απαραίτητα κεφάλαια που πρέπει να επενδύσει), αποτελεί το κυριότερο στοίχημα προκειμένου να αποφύγουμε μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις ώστε να παραμείνει ζωντανή η πιθανότητα να αντιστρέψουμε την κλιματική κρίση και να φτάσουμε στο νέο παραγωγικό παράδειγμα που απαιτεί η εποχή μας ώστε να διασφαλιστεί το μέλλον των επόμενων γενεών.
Ο Μάνος Μανουσάκης είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ