Η διπλή φύση της Δικαιοσύνης καθορίζει και τη μοίρα της. Η Δικαιοσύνη, με την έννοια της δικαιοδοτικής λειτουργίας και του δικαστικού συστήματος, είναι, από τη μια πλευρά, η πιο σκληρή και αποτελεσματική όψη του κράτους, αυτή που τέμνει τις διαφορές, επιβάλλει τον νόμο, τιμωρεί, διαχειρίζεται σε τελικό βαθμό τη νόμιμη βία. Από την άλλη πλευρά, η Δικαιοσύνη είναι η θεμελιώδης εγγύηση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η καταφυγή του αδικούμενου, ο φραγμός που τίθεται στις άλλες όψεις της κρατικής εξουσίας αλλά και σε κάθε εκδοχή ισχύος.
Η λειτουργία της Δικαιοσύνης βρίσκεται συνεπώς στο επίκεντρο όλων των αντιθέσεων, όλων των συγκρουόμενων συμφερόντων, όλων των ελπίδων και των προσδοκιών, αλλά και όλων των σκοπιμοτήτων. Η Δικαιοσύνη παράγει πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα που συχνά υπερβαίνουν τις επιλογές και τις δυνατότητες των πολιτικών οργάνων του κράτους που είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα. Αυτή η πολιτική, κοινωνική, οικονομική, αξιακή και ηθική ισχύς της Δικαιοσύνης και των αποφάσεών της φαίνεται διεθνώς στις διάσημες και σκληρές υποθέσεις όλων των δικαιοδοτικών κλάδων. Ειδεχθή εγκλήματα, βιοηθικά διλήμματα, περικοπές μισθών και συντάξεων για λόγους επιτακτικής δημοσιονομικής ανάγκης, μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δημόσια και ιδιωτικά έργα σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος υπό συνθήκες κλιματικής κρίσης, προστασία των καταναλωτών, μεταχείριση των δανειοληπτών, οικογενειακές σχέσεις, είναι μερικά παραδείγματα.
Πίσω από τις διάσημες και σκληρές υποθέσεις κινείται η καθημερινή λειτουργία της Δικαιοσύνης. Η κάθε όμως υπόθεση είναι κρίσιμη και σπουδαία για τους διαδίκους, τους μάρτυρες, την οικογένεια. Αθροιστικά με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται η αίσθηση της κοινωνίας για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, για την ποιότητα του κράτους δικαίου, αλλά και για την ασφάλεια δικαίου που είναι βασική παράμετρος της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Η σχέση Δικαιοσύνης και επενδύσεων ήταν αντικείμενο μιας πολύ ενδιαφέρουσας εκδήλωσης του Κύκλου Ιδεών το 2017.
Η Δικαιοσύνη, όπως λέει ο τίτλος του θεματικού συνεδρίου που οργανώνει στις 7 και 8 Νοεμβρίου ο Κύκλος Ιδεών, είναι μια εξουσία που πρέπει να μεταρρυθμιστεί και μια ιδέα που πρέπει να αφυπνιστεί. Προφανώς και τα δυο ηχούν μεγαλεπήβολα. Ιδίως το δεύτερο. Η Δικαιοσύνη ως θεσμός, ως κρατική εξουσία, ως ένα από τα τρία συστήματα κρατικών οργάνων και ως μια από τις τρεις κρατικές λειτουργίες στο κλασικό σχήμα της διάκρισης των εξουσιών / λειτουργιών, προφανώς μπορεί να φτάσει και στην Ελλάδα στο επίπεδο που επιβάλλουν οι θεσμικές προδιαγραφές και οι «καλές πρακτικές» του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και της δίκαιης δίκης, όπως τις συνοψίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( ΕΔΔΑ ) και του Δικαστηρίου της ΕΕ ( ΔΕΕ ), πρέπει ούτως ή άλλως να ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη αλλά και στην πραγματική λειτουργία του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Άλλωστε πολλές από τις ευεργετικές νομοθετικές αλλαγές των τελευταίων ετών οφείλονται σε αυτήν ακριβώς τη νομολογία. Η αναφορά όμως στη Δικαιοσύνη ως ιδέα δεν είναι κυριολεκτική. Θέλει να λειτουργήσει ως διανοητική και ηθική πρόκληση, όχι φιλοσοφικά αλλά πρακτικά. Να υπογραμμίσει τη σημασία που έχει η εμπιστοσύνη της κοινωνίας των πολιτών στο δικαστικό σύστημα. Άρα να θέσει το ζήτημα της αξιοπιστίας και του κύρους της Δικαιοσύνης και όχι το πάντα κεντρικό ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανισοτήτων και της αναδιανομής.
Το συνέδριο δεν φιλοδοξεί να ανακαλύψει την πυρίτιδα. Υπάρχει πλήθος διαθεσίμων ερευνών, μελετών και προτάσεων. Θέλουμε να αναζωπυρώσουμε τη συζήτηση και να συνθέσουμε τα στοιχεία που συγκροτούν τη μεγάλη εικόνα.
Τα στοιχεία αυτά είναι βεβαίως καταρχάς δικονομικά και «τεχνικά», αφορούν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, τις διαδικασίες, τον τρόπο σύνταξης και την ποιότητα των δικογράφων και των αποφάσεων, την εκπαίδευση και επιμόρφωση δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων, τις εναλλακτικές μορφές δικαιοσύνης όπως η διαιτησία και η διαμεσολάβηση, την αξιοποίηση διαδικασιών όπως η διοικητική επίλυση διαφορών ή ο ποινικός συμβιβασμός, τις τεράστιες δυνατότητες της ψηφιακής δικαιοσύνης και της τεχνητής νοημοσύνης, τις υποδομές κτιριακές και ψηφιακές, την αδυναμία διεξαγωγής δικών λόγω έλλειψης ή μη αξιοποίησης αιθουσών, τις ελλείψεις σε δικαστικούς λειτουργούς και κυρίως υπαλλήλους, τη σημασία της ύπαρξης σώματος επιστημονικών βοηθών και εμπειρογνωμόνων και δικαστικής αστυνομίας, τους προσδιορισμούς, τις αναβολές, τον τρόπο κατάρτισης των πινακίων και των εκθεμάτων, τις τεράστιες ασυμμετρίες της δικαστικής χωροταξίας τόσο της πολιτικής και ποινικής όσο και της διοικητικής Δικαιοσύνης.
Θέλουμε όμως να συνδυάσουμε τη δικονομική και «τεχνική» προσέγγιση με μια πολιτική εν ευρεία έννοια ( όχι κομματική και όχι συγκυριακή ) προσέγγιση. Το εναρκτήριο ερώτημα του συνεδρίου είναι γιατί ενώ γίνονται συχνές και πυκνές νομοθετικές παρεμβάσεις και βήματα σε σχέση με τις κτιριακές και ψηφιακές υποδομές με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, αυτό εξακολουθεί με βάση όλες τις έρευνες να είναι το πρώτο ιεραρχικά ζήτημα και η θέση της Ελλάδας στις διεθνείς κατατάξεις βρίσκεται χαμηλά. Πίσω δε από το πρόβλημα της ταχύτητας υπάρχει προφανώς πάντα το πρόβλημα της ποιότητας και της αξιοπιστίας.
Για τον λόγο αυτό πρέπει να συζητηθεί το ζήτημα της αναγκαίας πολιτικής συναίνεσης και αποφασιστικότητας, να τεθεί το ερώτημα αν οι δικαστικοί λειτουργοί και οι δικηγόροι διαθέτουν την αναγκαία μεταρρυθμιστική δεκτικότητα και βεβαίως να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία προσλαμβάνει το αίτημα της απονομής δικαιοσύνης και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η σχέση μεταξύ κράτους δικαίου και κοινού περί δικαίου αισθήματος είναι πάντα θεμελιώδες ζήτημα για την ποιότητα της δημοκρατίας.
Δεν μπορούν προφανώς να δοθούν απαντήσεις και μάλιστα πλήρεις σε τέτοιας έντασης ερωτήματα. Μπορούμε όμως να συμβάλλουμε στην κατάρτιση του καταλόγου των προβλημάτων και να καταγράψουμε προτάσεις για μια συγκροτημένη και συστηματική πολιτική Δικαιοσύνη που δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στις συνταγματικές επαγγελίες και ανταποκρίνεται στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές.