Ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου των Lacroix- Pranchère, που με μετριοπάθεια αν μη σοφία αποδόθηκε στα ελληνικά από τον Δημήτρη Τσαραπατσάνη που είχε την ευθύνη της μετάφρασης ενός βιβλίου που δεν έπρεπε με τίποτε να γίνει τεχνικό, είναι ακόμη οξύτερος: «Les droits de l’ hone rendent-ils idiot?» Δηλαδή, περίπου «Μήπως τα ανθρώπινα δικαιώματα αποβλακώνουν;».
Αποτελεί πράγματι το βιβλίο αυτό μια δομημένη άμυνα στην πολλαπλή επίθεση που δέχονται τα θεμελιώδη/ανθρώπινα δικαιώματα (η λέξη «δικαιωματιστής» επιχειρείται να καταντήσει πολιτική καταγγελία αν μη ύβρις), με την τάση να ταυτίζονται τα δικαιώματα προς την πολιτική ορθότητα, ή πάλι να θεωρούνται συνοδευτική προσέγγιση της νεοφιλελεύθερης βουλγκάτας.
Γιατί όταν ο Χάγιεκ – πριν 60τόσα χρόνια, εκείνος – δυσπιστούσε απέναντι στις διακηρύξεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ήταν η εποχή όπου η υφήλιος και η Ευρώπη έβγαιναν από την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «χαρίζοντας» στην ανθρωπότητα τις υποσχέσεις της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή πάλι την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τουλάχιστον εκείνος το έκανε επειδή οι έννοιές τους ήταν σχετικά ακαθόριστες ή πάλι επειδή οι διακηρυσσόμενοι «κατάλογοι» δικαιωμάτων συγχέουν νομικά απαιτήσεις με ιδεώδη (ιδίως άμα βρεθεί κανείς στην περιοχή των κοινωνικών δικαιωμάτων).
Όταν όμως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Βίκτορ Όρμπαν ευθέως συμπαρατάσσονται με καθεστώτα όπου η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όχι απλώς προτεραιότητα δεν αποτελεί, αλλ’ ούτε καν αξία (ο δε δεύτερος είχε την γνώριμη σε όλους στάση του ενόσω ακόμη το κόμμα του ήδρευε στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος/της Ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας), όταν ο Βέλγος υπουργός Μετανάστευσης ευθέως διερωτάτο πώς «μπορεί να παρακαμφθεί» το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης που απαγορεύει «την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση», ενώ στην Γαλλία όχι μόνον η Μαρίν Λεπέν αλλά και ο Φρανσουά Φιγιόν (της πιο «ευπρεπούς» Δεξιάς) ζητούσε να καταγγελθεί η ίδια αυτή Ευρωπαϊκή Σύμβαση, τότε… κάτι συμβαίνει. Κάτι το πολιτικά χαρακτηριστικό της εποχής μας.
Δεν βρήκαμε στην ανάλυση του βιβλίου αυτού την ελληνική περίπτωση – ήδη «ευρωπαϊκή» μετά τα πυρά που έστρεψε επισήμως Έκθεση της OLAF κατά της Frontex για την ανοχή αν μη σύμπραξη της τελευταίας στα push-backs του Ελληνικού Λιμενικού στο Αιγαίο. Ωστόσο η τοποθέτηση που ανασύρεται από την γαλλική περίπτωση, ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα θεωρούνται «αδυναμία», ηχεί δυσάρεστα οικεία (και) σ’ εμάς. Ενώ η πιο πρόσφατη, δυσοίωνη περιπέτεια των παρακολουθήσεων/ «επισυνάψεων» πολιτικών και δημοσιογράφων, έτσι όπως έρχεται σε αντιπαράθεση με το από Γαλλικής Επαναστάσεως ή πρώτων Ελληνικών Συνταγμάτων διακηρυγμένο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, αληθινά σε κάνει να σκέφτεσαι…
Μπορεί να υπάρξει, αλήθεια, δημοκρατία χωρίς δικαιώματα; Χωρίς ισότητα δικαιωμάτων, χωρίς ισότητα ελευθερίας όλων; Χωρίς περιορισμούς στην κυβερνητική εξουσία, χωρίς ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, χωρίς πλουραλισμό απόψεων; (Όλα αυτά ουσιαστικά, όμως. όχι απλώς διακηρυγμένα). Οι Lacroix- Pranchère δεν δίνουν απλώς αρνητική απάντηση, την στηρίζουν διεξοδικά. Ασφαλώς και υπάρχει διαφορά ανάμεσα (α) σε μια ρητορική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ρητορική που μπορεί και να «ξεφεύγει» πολιτικά, καθώς και να εργαλειοποιεί), (β) στην ίδια την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (η οποία αποτελεί νομιμοποιητικό βάθρο των ίδιων των δημοκρατιών) και (γ) στην νομική/συνταγματική τους διατύπωση που οδηγεί (δ) στην νομολογία δικαστηρίων που εγκύπτουν σ’ αυτά τα θέματα ή/και στην εθνική νομοθέτηση.
Όπως παρατηρούν οι συγγραφείς, υπάρχουν σήμερα νομικά πλαίσια όπως της διαβόητης Σύμβασης του Δουβλίνου-ΙΙ που ευθέως περιστέλλουν διακηρυγμένα ανθρώπινα δικαιώματα (των μεταναστών/προσφύγων), ή πάλι και νομολογιακές θέσεις όπως του ΕΔΑΔ/Στρασβούργου που, θέτοντας προϋποθέσεις για την ίδια την άσκηση του δικαιώματος για υποβολή αίτησης ασύλου οδηγείς σε απίσχναση του δικαιώματος.
Όχι μόνο δεν αποστρατεύουν πολιτικά τα ατομικά δικαιώματα, όχι μόνο δεν «σηματοδοτούν το τέλος της πολιτικής», αλλά – όπως δείχνει η άνοδος των αυταρχισμών καθώς και της πολιτικά αμέριμνης καταπάτησης άβολων δικαιωμάτων (πάλι να θυμηθούμε τις οικείες «επισυνδέσεις») – αναδεικνύεται επιτακτική η ανάγκη να αποδοθεί στα δικαιώματα αυτά το πλήρες νόημά τους.