Την Τρίτη 8 Νοεμβρίου, στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ, έχει προεξοφληθεί ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα αποκτήσουν τον έλεγχο της Βουλής και είναι πιθανόν να εξασφαλίσουν την πλειοψηφία της Γερουσίας. Εύλογα, λοιπόν, τίθεται το ερώτημα ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της χώρας, με δεδομένη την εμφυλιοπολεμική ένταση που κυριαρχεί ανάμεσα στο τραμπικό -πλέον- Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τους Δημοκρατικούς.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα είναι αδύνατο να υπάρξει συναίνεση μεταξύ του σημερινού ενοίκου του Λευκού Οίκου και του Κογκρέσου που ενδεχομένως θα προκύψει μετά την 8η Νοεμβρίου, ακόμη και για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Με σχεδόν 300 υποψηφίους των Ρεπουμπλικάνων να αμφισβητούν την εγκυρότητα των εκλογών του 2020 και να ακολουθούν την γραμμή μετωπικής σύγκρουσης του τέως προέδρου, στην προσπάθεια του να επανεκλεγεί το 2024, η εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει περίπτωση να αποτελέσει εξαίρεση. Άλλωστε, η τετραετία Τραμπ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ανατροπής της διακομματικής συναίνεσης στην πολιτική των ΗΠΑ σε ζητήματα Μέσης Ανατολής.
Για να λέμε τα πράγματά με το όνομα τους, το ερώτημα είναι αν ο έλεγχος του Κογκρέσου από ανθρώπους πιστούς στον τέως πρόεδρο, θα κάνει αντιπάλους και εταίρους των ΗΠΑ να προεξοφλήσουν την επιστροφή Τραμπ το 2024, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να παίρνουν από τώρα τις απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας.
Σε περίπτωση αλλαγής των σημερινών συσχετισμών στο Κογκρέσο, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την πιθανότητα περικοπής των κονδυλίων που διατίθενται για βοήθεια προς την Ουκρανία, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για βάρος που θα πρέπει να επωμισθούν οι Ευρωπαίοι;
Από την άλλη, ποιος μπορεί να αποκλείσει τις συνεχείς καταγγελίες από πλευράς Δημοκρατικών ότι ο τέως πρόεδρος είναι ευνοούμενος του Κρεμλίνου -το είχαν κάνει άλλωστε και το 2016-, με αποτέλεσμα να περιπλακούν ακόμη περισσότερο οι προσπάθειες να παραμείνουν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας Ουάσιγκτον-Μόσχας;
Και μόνο η πιθανότητα επιστροφής του Τραμπ -ή ενός δικού του υποψηφίου- στον Λευκό Οίκο, κινδυνεύει να τερματίσει την κανονικότητα στην σχέση των ΗΠΑ με την Ευρώπη, που φάνηκε να επανέρχεται μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. Οι Ευρωπαίοι, πριν καν προλάβουν να το συνειδητοποιήσουν, στοιχήθηκαν πίσω από την Ουάσιγκτον, σε μια μονόδρομη επιλογή με δυσθεώρητο κόστος και παρενέργειες. Τώρα παρακολουθούν ως θεατές την εξέλιξη μιας εσωτερικής αμερικανικής κρίσης, που, ωστόσο, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το δικό τους μέλλον.