Το 2016, ο Ντέιβιντ Κάμερον, σε μια προσπάθεια προστασίας της πλειοψηφίας των Συντηρητικών από το ανερχόμενο κίνημα για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ (Κόμμα Ανεξαρτησίας) του Νάιτζελ Φαράζ, προκήρυξε δημοψήφισμα. Παρά την θέση της κυβέρνησης του ουσιωδώς υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, οι Βρετανοί πολίτες επέλεξαν με 52% την έξοδο και ο Κάμερον παραιτήθηκε. Η διάδοχός του, Τερέζα Μέι προσπάθησε επί σχεδόν τρία χρόνια να αποσυμπλέξει θεσμικά το Ηνωμένο Βασίλειο από την ΕΕ. Οι δυσκολίες που συνάντησε, αλλά και οι χειρισμοί της, υπονόμευσαν την θέση της στο κόμμα και έφεραν την παραίτηση της.
Ο Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος αρχικά ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ αλλά μετέβαλε άποψη μετά το δημοψήφισμα, την διαδέχθηκε με το σύνθημα «να τελειώσουμε το BREXIΤ». Διαπραγματεύτηκε χωρίς σχέδιο και με περισσή επιπολαιότητα προσπέρασε προβλήματα, με κυριότερο αυτό των συνόρων της Β. Ιρλανδία. Με το ίδιο σύνθημα, και την άθελη συνδρομή ενός αδύνατου και ασυνεπούς Εργατικού κόμματος, κέρδισε τίς εκλογές του 2019 με πλειοψηφία 80 εδρών και υπέγραψε την συνθήκη εξόδου. Το ύφος της διακυβέρνησης Τζόνσον υπονόμευσε την κυβερνησιμότητα της χώρας, μέσα σε μια δίνη σημαντικών καταστάσεων και ασήμαντων γεγονότων, και οδήγησε στην καθαίρεση του από τους Συντηρητικούς βουλευτές. Η επιλογή Τρας ήταν επιλογή παιδαριωδών λογικών και πολιτικών που άντεξε την επαφή με την πραγματικότητα μόλις 44 ημέρες.
Οι αντικειμενικές δυσκολίες της πανδημίας έκρυψαν τις επιπτώσεις του BREXIT, που γίνονται φανερές τώρα και, σύμφωνα με τους Financial Times, συνοψίζονται στην μείωση των εξαγωγών, στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, στην υστέρηση των επενδύσεων και στην γεωπολιτική αποδυνάμωση της χώρας. Επιπλέον, το BREXIT έφερε στο πολιτικό προσκήνιο την ανεξαρτησία της Σκωτίας και επανέθεσε σε άλλη βάση το πρόβλημα της Β. Ιρλανδίας, όπου το Σιν Φέιν κερδίζει συνεχώς έδαφος.
Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν οι αδύναμες η ιδιόρρυθμες προσωπικότητες στην ηγεσία των Συντηρητικών, που κυβερνά την Βρετανία από το 2012, οι οποίες οδήγησαν σε συστηματική πολιτική αστάθεια, σε χειροτέρευση της οικονομικής της θέσης και σε υποβόσκουσα εσωτερική αμφισβήτηση της ακεραιότητας της. Είναι βέβαιον ότι συνέδραμαν, αλλά ο κύριος λόγος ήταν η ανάδειξη του BREXIT σε ύψιστο ζήτημα ιδεολογικών αρχών που απασχόλησε σχεδόν αποκλειστικά πολιτικούς, ψηφοφόρους και εκ των πραγμάτων την δημόσια διοίκηση. Για περισσότερο από μια τετραετία η ατζέντα κυριαρχείτο από αυτό το θέμα και η χώρα έγινε εσωστρεφής, η ικανότητα διαχείρισης καταστάσεων από την δημόσια διοίκηση μειώθηκε και τα κόμματα έχασαν την ουσιαστική επαφή τους με τους εκλογείς. Επιπλέον, η Βρετανία αποσυντονίστηκε τελείως από την ελλειμματική διαχείριση τόσο της πανδημίας όσο και των ορατών, πλέον, επιπτώσεων του BREXIT. Οι τριγμοί γίνονται αντιληπτοί παντού.
Το BREXIT αποσάθρωσε την ιδεολογική βάση και των δύο κομμάτων και απειλεί με εκλογικό αφανισμό το Συντηρητικό κόμμα. Η έλλειψη συμπαγούς οικονομικής και κοινωνικής σκέψης οδήγησε σε πολιτικούς αυτοτραυματισμούς, αλλά και σε μείωση του κύρους της ηγεσίας γενικά τόσο λόγω προσώπων όσο και χειρισμών. Ο νέος πρωθυπουργός πρέπει να προετοιμάσει και να οδηγήσει την Βρετανία σε ιστορικές εκλογές, τις οποίες η πιθανότητα να κερδίσει είναι ελάχιστη, αλλά το διακύβευμα των οποίων είναι τεράστιο: η ενότητα, η οικονομική ευημερία και η γεωπολιτική παρουσία του Ηνωμένου Βασιλείου.