Έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορία. Έχει συμβεί και σε σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες. Έρχονται στην εξουσία με ένα σχέδιο, με την φιλοδοξία να δοκιμάσουν στην πράξη τις ιδέες τους. Το σχέδιο σκοντάφτει σε μια πραγματικότητα που είτε μεταβλήθηκε στο μεταξύ είτε δεν είχε εξ αρχής σωστά εκτιμηθεί. Και αναδιπλώνονται. Συνέβη στον Μιτεράν ένα μόλις χρόνο μετά τον εκλογικό του θρίαμβο. Συνέβη και στον Ανδρέα Παπανδρέου, λίγες εβδομάδες μετά την δεύτερη νίκη του, το 1985. Το φιάσκο της Λιζ Τρας δεν ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση πολιτικής-βουντού, όπου κάποιος ανεβαίνει στην εξουσία με το τρελό όνειρο ότι η πραγματικότητα θα υποκλιθεί στις ιδεοληπτικές επιθυμίες του. Κι όταν η πραγματικότητα αποδεικνύεται ξεροκέφαλη, καταρρέει.
Κι αυτό έχει συμβεί ξανά. Μα ποτέ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Η πρωθυπουργία Τρας διήρκεσε μόλις 44 ημέρες. Το οικονομικό της φιάσκο εξελίχθηκε ακόμη πιο γρήγορα. Από τις 23 Σεπτεμβρίου, όταν ο υπουργός της των οικονομικών ανακοίνωσε τον εξωφρενικό μίνι προϋπολογισμό του, ως την εκπαραθύρωση του υπουργού, μαζί με τον προϋπολογισμό του, πέρασαν μόλις 21 ημέρες. Η ταχύτητα της πτώσης είναι πρωτοφανής. Η βιαιότητα της αντίδρασης των αγορών επίσης πρωτοφανής, για μια από τις 7 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Ίσως επειδή είναι πρωτοφανής και η αβεβαιότητα, πολιτική και οικονομική, ενός κόσμου που πασχίζει να ισορροπήσει πάνω σε κινούμενες στιβάδες αλλεπάλληλων κρίσεων- η κληρονομιά του covid, ο πληθωρισμός, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ίσως πάλι επειδή ήταν πρωτοφανής και η απόσταση του σχεδίου Τρας από την πραγματικότητα. Οι ζηλωτές μιας καρικατούρας νεο-Θατσερισμού, πρότειναν ένα πακέτο 150 δις για οριζόντιες παρεμβάσεις στις τιμές της ενέργειας και, επιπλέον, ένα πακέτο 45 δις για την μείωση της φορολογίας στους πλουσίους. Σαν να μπορείς να έχεις ένα σκανδιναβικό κοινωνικό κράτος, με αμερικανική φορολογία για τον πλούτο. Το ΔΝΤ βγήκε από τα ρούχα του, η λίρα δέχθηκε την μεγαλύτερη πίεση από το 1992, οι αποδόσεις των ομολόγων τρελάθηκαν, η Κεντρική Τράπεζα έκαψε 65 δις για να σώσει τα ταμεία των συντάξεων από την χρεοκοπία, οι αγορές πανικοβλήθηκαν, οι βουλευτές των Τόρυς, για μια ακόμη φορά, στασίασαν.
Το όλο δράμα έχει, βέβαια, κάτι το τυπικά βρετανικό. Είναι η κατάρα του Brexit που στοιχειώνει όλες τις κυβερνήσεις που κλήθηκαν να διαχειριστούν τις συνέπειές του και να υποστούν το κόστος της διάψευσης του μεγάλου ψέματος, που έκρινε το αποτέλεσμα του μοιραίου δημοψηφίσματος, το 2016. Υποσχέθηκαν μια Βρετανία που θα ανακτήσει την παλιά της δόξα και θα ζει σε πράσινα λιβάδια ευημερίας, μόλις ελευθερωθεί από τα ευρωπαϊκά της δεσμά. Και πρέπει να διαχειριστούν μια χώρα πιο φτωχή, λιγότερο σημαντική διεθνώς, εσωτερικά σημαδεμένη από την πόλωση. Που συνειδητοποιεί ότι οι μεγάλες τουλάχιστον οικονομίες του κόσμου είναι τόσο διασυνδεδεμένες μεταξύ τους, ώστε καμία δεν είναι νησί- για να θυμηθούμε έναν παλιό, μεγάλο Άγγλο ποιητή. Ούτε καν το νησί. Κάπως έτσι η Βρετανία αρχίζει να μοιάζει στην Ιταλία, όπως ειρωνεύεται ο Economist. Πέντε πρωθυπουργοί σε έξι χρόνια. Σαν παρέλαση καταραμένων. Σαν να παίζουν μουσικές καρέκλες στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Αλλά υπάρχει και μια διάσταση του δράματος που υπερβαίνει την βρετανική μοίρα. Μας αφορά όλους. Γιατί μπορεί η συνταγή Τρας να ήταν μια ακραία επίδειξη ιδεοληπτικής τύφλωσης και η ραγδαία και εξευτελιστική αποδόμησή της από τις αγορές να ήταν αναπόφευκτη, ανακουφιστική σχεδόν. Αλλά ποια συνταγή, σε ποια χώρα του κόσμου είμαστε σίγουροι ότι μπορεί να αντέξει την δοκιμασία του χειμώνα; Ποια πολιτική μπορεί να επιτύχει την προστασία των πιο ευάλωτων χωρίς να τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, μπορεί να καταφέρει να συγκρατήσει τον πληθωρισμό χωρίς να επιδεινώνει την ύφεση και να διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή χωρίς να απειλεί μια δημοσιονομική ισορροπία, η διατάραξη της οποίας, όπως έδειξε η αγγλική εμπειρία, τιμωρείται τόσο βίαια;
Και η πολιτική διάσταση του φιάσκου, όμως, υπερβαίνει τις βρετανικές παραξενιές. Μας αφορά κι εμάς. Ένα μεγάλο, συντηρητικό κόμμα αιχμαλωτίστηκε από τους εξτρεμιστές που το πολιορκούσαν εκ δεξιών. Ο Φάραζ του ξενόφοβου και φανατικά αντί- ευρωπαϊκού UKIP μπορεί να μην κατάφερε να εκλεγεί ποτέ βουλευτής, κατάφερε όμως να επιβάλει την ατζέντα του στους Τόρυς, να τους παρασύρει στο μοιραίο δημοψήφισμα και να τους παραδώσει έπειτα στα χέρια των δημαγωγών που οδηγούν το ιστορικό κόμμα σε γελοιοποίηση και παρακμή. Αλλά αυτά δεν συμβαίνουν μόνον στο Ενωμένο Βασίλειο. Η κατάρα του Τραμπ εξακολουθεί να κυνηγά τους Ρεπουμπλικάνους. Η Μελόνι είναι η κεντρική φιγούρα στην Ιταλική δεξιά. Μια αυταρχική, εθνικιστική, πολιτιστικά αντιδραστική ατζέντα διεκδικεί παντού τον χώρο που κάποτε εκπροσωπούσε ο παλιός, «καθωσπρέπει» συντηρητισμός.
Και υπάρχει, τέλος, και μια «ιδεολογική» διάσταση του δράματος, που έχει κι αυτή μια ευρύτερη, διεθνή σημασία. Πολλοί ξαφνιάστηκαν που το ΔΝΤ πρώτα, οι αγορές στην συνέχεια αντέδρασαν τόσο έντονα στην αναγγελία μιας οικονομικής πολιτικής που μείωνε φόρους και που κάποιοι είχαν χαιρετίσει, όταν εξαγγέλθηκε, ως επιστροφή στον παλιό καλό, trickle down φιλελευθερισμό των χρόνων του Ρέιγκαν και της Θάτσερ. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει, η οικονομική ορθοδοξία έχει μετατοπιστεί. Οι δημόσιες επενδύσεις, όχι οι μειώσεις φόρων είναι τώρα το κλειδί της ευτυχίας. Μόνο που ενώ ξέρουμε καλά ποιες παλιές συνταγές είναι στις σημερινές συνθήκες της κρίσης και των κραυγαλέων ανισοτήτων ανεφάρμοστες ή επικίνδυνες, δεν είμαστε διόλου σίγουροι, ποιες είναι εκείνες που μπορεί να αποδειχτούν λειτουργικές.