Πλησιάζει να κλείσει τα πρώτα της γενέθλια, η τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα με την οποία «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ικανές να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στην δημόσια υγεία» απειλείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή». Σε περίπτωση υποτροπής/επανάληψης, πάλι μέσω του Τύπου ή μέσω του διαδικτύου, η ταρίφα πάει στους 6 μήνες.
Νωπή μετά την ιστορία των φημών για την πανδημία, αυτή η τροποποίηση/αυστηροποίηση του νομικού καθεστώτος «πλαισίωσης» ή «εκσυγχρονισμού» των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης – ναι, παρόμοιες διατυπώσεις είχαν την τιμητική τους την εποχή που συζητήθηκε, με μια αίσθηση χαμένου κόπου – η νέα αυτή εκδοχή «προστασίας» από fake news και προκλητούς πανικούς, δεν πολυφρόντισε να δείξει με κάποια νεύματα τι καθιστά μιαν είδηση όχι απλώς ψευδή, αλλά ικανή να προκαλέσει ανησυχία ή φόβο δια της διασποράς (π.χ. ένα share τι είναι; Μια σχολιασμένη αναφορά σε προηγηθέν δημοσίευμα;).
Δηλαδή, αν κανείς δέκα εβδομάδες πριν την επιβολή capital controls του 2015 ανέλυε το στέγνωμα των τράπεζων και περιέγραφε τις μελλοντικές ουρές αναμονής στα ΑΤΜ (και συνεπώς ωθούσε σε κύμα αναλήψεων) θα καταλαμβανόταν από τον … προστατευτικό της εμπιστοσύνης των πολιτών νόμο; Και, αν, εκεί που βρισκόμαστε σήμερα με τις τακτικές υπερπτήσεις φωτογραφικά οπλισμένων Τουρκικών drones στα λιμάνια μεγάλων νησιών του Β. Αιγαίου, περιέγραφε κανείς πώς σε περιοχές Αρμενίας -Αζερμπαϊτζάν αντίστοιχα μοντέλα drones αποδείχθηκαν πιο δυσάρεστα εξοπλισμένα να δρουν φονικά σε σμήνος, πώς θα λειτουργήσει η διασπορά και η ανησυχία;
Το βιβλίο αυτό του Eric Berkowitz, δικηγόρου και δημοσιογράφου από New York Times μέχρις Economist, κυκλοφόρησε περίπου την εποχή που αυτά θέσπιζε ο νομοθέτης στην Ελλάδα της 108ης θέσης στην κατάταξη ελευθερίας του Τύπου (επί 180, πίσω από το Μπουρούντι ή την Μογγολία) σύμφωνα με την RSF/τους «Δημοσιογράφους χωρίς σύνορα», τελευταίας δε θέσης στην ΕΕ – κατάταξης που σαφώς αποτελεί υπερβολή, αλλά και που η «αποκήρυξή» της όπως επιχειρείται από την σημερινή κυβέρνηση δεν είναι χωρίς να δημιουργεί ερωτηματικά.
Ακούστηκαν βέβαια κάποιες ανησυχίες στην εγχώρια μηντιακή πιάτσα, ειλικρινά χωρίς σύγκριση με την θύελλα που θα είχε προκύψει σε παλιότερες εποχές! Περισσότερα θα έβρισκε κανείς π.χ. στο δίκτυο ΜΚΟ Freedom Rapid Response που ασχολείται με παρόμοια προβλήματα των μήντια – όμως για την επίσημη Ελλάδα, το ενδιαφέρον των όποιων ΜΚΟ είναι σχεδόν εξ υπαρχής ύποπτο. Πάντως η αλήθεια είναι ότι ροπή προς χρήση του νέου άρθρου 191 ΠΚ δεν εκδηλώθηκε, οπότε και δεν υπήρξε η ευκαιρία να δούμε αν (και πώς, και πόσο) θα προσαρμοσθεί από την νομολογία – η οποία, π.χ. , συμμάζεψε πριν καιρό βάρβαρα νομοθετημένες αποζημιωτικές πρόνοιες για περιπτώσεις συκοφαντικής δυσφήμισης δια του Τύπου.
Όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο Berkowitz ξεδιπλώνει την ιστορία των «Επικίνδυνων Ιδεών» - στο εξώφυλλο φιλοξενείται ένα βιβλίο που καίγεται, ενώ η λέξη «λογοκρισία» τονίζεται με τρόπο ανάλογο με εκείνον των «fake news» - δείχνει πως δεν χρειάζεται να αισθάνεται κανείς και τόσο παράξενα με την σημασία που δίνουν οι εξουσίες της εποχής μας στην τιθάσευση των ιδεών.
Ο Αυτοκράτορας Τσιν, του 2ου αιώνα π.Χ. διέταξε να καούν όλα τα παλιότερα βιβλία – ιδίως Κομφουκιανικοί πάπυροι και μεταξωτά ειλητάρια – οπότε ο επίσης Κινέζος συγγραφέας Λου Σιουν του δικού μας 20ου αιώνα παρατηρούσε: «Ο πολιτικός μισεί τον συγγραφέα, επειδή ο συγγραφέας σπέρνει την σπορά της διαφωνίας». Λίγο αργότερα, ο Πρόεδρος Μάο, πριν ακόμη από την Πολιτιστική Επανάσταση, ενθάρρυνε τους Ερυθροφρουρούς να καταστρέψουν εκατομμύρια χειρόγραφα, βιβλία και κειμήλια της Κομφουκιανικής και Θιβετιανής παράδοσης, καυχώμενος μάλιστα ότι ξεπέρασε κατά 100 φορές τον Τσιν.
Δυο χιλιετίες αργότερα, και αφού με το θέμα της ελευθερίας του λόγου «ασχολήθηκε» η Ιερά Εξέταση, οι κορυφαίοι της θρησκευτικής καταστολής της Μεταρρύθμισης σειρά ηγεμόνων, ή πάλι τα κράτη της νεωτερικότητας – και ενώ, εν τω μεταξύ, ο Γουτεμβέργιος είχε κάνει με την τυπογραφία το πιο επικίνδυνο δώρο στην ανθρωπότητα (μέχρι την έλευση των ερτζιανών και, τώρα, της ψηφιακής επικοινωνίας) – φθάσαμε στην τελετή στο Βερολίνο και την Φρανκφούρτη της καύσης (στις 5 Μαΐου 1933) βιβλίων του Μαρξ, του Προυστ, του Μανν και του Αϊνστάιν, με υπόκρουση το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν. Με τον Γκαίμπελς να επεξηγεί ραδιοφωνικά: «[Φοιτητές] πράξατε άριστα που ρίξατε στις φλόγες ετούτη την νύχτα τα αντιπνευματικά αυτά απομεινάρια του παρελθόντος. Πρόκειται για μια σοβαρή, ισχυρή, συμβολική επίδειξη».
Ας δούμε ως ενδιάμεση την περίπτωση του Τζων Τουέιν, ο οποίος – όντας τυπογράφος – βρέθηκε να δικάζεται στα μέσα του 17ου αιώνα επειδή τύπωσε και κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που μιλούσε περί της υποχρέωσης λογοδοσίας του βασιλιά (Καρόλου Β΄) προς τους υπηκόους του, και του δικαιώματος του λαού να επαναστατεί αν ο βασιλιάς δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτούς. Καταδικάστηκε, και πριν την εκτέλεσή του ο ιερέας που του πρόσφερε την μετάληψη του συνέστησε να δείξει ποιοι είχαν συμμετάσχει στην σύνταξη του αμαρτωλού κειμένου – μην και σώσει την ζωή του. Εκείνος απάντησε «καλύτερα να υποφέρει ένας, παρά πολλοί» – με αποτέλεσμα να αποκεφαλισθεί (η κεφαλή του εκτέθηκε στην δυτική πύλη του Λονδίνου) και το σώμα του να διαμελισθεί στα τέσσερα.
Προσγειώνοντας την συζήτηση σε λιγότερο βίαιο έδαφος, αλλά και πολύ πιο κοντά στην σημερινή ψηφιακή πραγματικότητα, ο Berkowitz μας φέρνει στα εντελώς πρόσφατα. Πώς; Θυμίζοντας π.χ. ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ – δηλαδή εκείνο που, στα θέματα της ελευθερίας του λόγου, το θεωρούσαμε προπύργιο…– έβλεπε σε απόφασή του του 2017 (Packingham vs. North Carolina) με τον ακόλουθο, σχεδόν θαυμαστικό/μαγεμένο τρόπο το διαδίκτυο: «[Πρόκειται] για τον σύγχρονο δημόσιο χώρο», για «ένα ευρύ δημοκρατικό φόρουμ απεριόριστης επικοινωνίας» που λειτουργεί ως «ο σημαντικότερος τόπος […] για την ανταλλαγή ιδεών». Αν δει κανείς, ελάχιστα χρόνια αργότερα, πού έχει καταλήξει η χιονοστιβάδα των μέσων κοινωνικών δικτύωσης – ιδίως αυτών! – τι είδους βίαιος λόγος έχει προκύψει με την ρητορική μίσους, αλλά και πόσο ολισθηρές αποδεικνύονται οι προσπάθειες ρύθμισης/θέσης ορίων στην κυρίως ελευθερία του λόγου, αληθινά σοκάρεται από την έλλειψη προβλεπτικότητας.
Συμπέρασμα; Ίσως αξίζει κανείς να μοιραστεί με τον Eric Berkowitz μιαν ατάκα: «Ενώ η ίδια η λογοκρισία δεν παύει να είναι φαινόμενο εξουσίας όπως ήταν και παλιότερα, καταλήγει να είναι ακόμη πιο μάταια».