Πάνε δέκα χρόνια τώρα. Ένας διάσημος προπονητής του κολεγιακού ποδοσφαίρου στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, ο Τζέρι Σαντάνσκι, κατηγορήθηκε ως κατά συρροή βιαστής ανηλίκων. Καταδικάστηκε για 52 αποδεδειγμένες περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών, που είχε γνωρίσει κυρίως μέσω της οργάνωσης «δεύτερο μίλι», μιας κοινωφελούς οργάνωσης που ο ίδιος είχε ιδρύσει για να βοηθά παιδιά από φτωχά και επισφαλή κοινωνικά περιβάλλοντα. Η υπόθεση είχε, φυσικά, συγκλονίσει την πολιτεία της Πενσυλβάνια και όλη την Αμερική. Μα πιο πολύ είχε προκαλέσει σάλο μια κατάθεση μάρτυρα στην δίκη, σύμφωνα με την οποία ένας βοηθός προπονητής είχε καταγγείλει, πριν δέκα χρόνια, στις αρχές του πανεπιστημίου ότι είχε δει τον Σαντάνσκι να κακοποιεί ένα νεαρό αγόρι στα ντους της ομάδας.
Η δημόσια κατακραυγή πήρε διαστάσεις καταιγίδας. Πόσα παιδιά θα είχαν γλιτώσει, στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, αν κάποιος έπαιρνε στα σοβαρά εκείνη την καταγγελία; O κυβερνήτης της Πολιτείας, ως απάντηση στην μεγάλη κοινωνική πίεση, πέρασε αμέσως μια νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία διεύρυνε τον ορισμό του τι συνιστά κακοποίηση ανηλίκου, κατάρτισε έναν μακρύ κατάλογο επαγγελματιών που έχουν πλέον νομική υποχρέωση αναφοράς κάθε υποψίας για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο και καθιέρωσε αυστηρές ποινές για όποιον αμελεί ή αποφεύγει να καταγγείλει ένα ανάλογο περιστατικό. Όλα αυτά με τις καλύτερες προθέσεις. Αλλά με ποιο αποτέλεσμα;
Το δίκτυο NBC και οι δημοσιογράφοι του οργανισμού ProPublica ερεύνησαν πρόσφατα τα αποτελέσματα που είχε, στην πράξη, αυτή η αυστηρή νομοθετική πρωτοβουλία. Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν πως το σύστημα της ποινικοποιημένης «υποχρεωτικής αναφοράς» έσωσε, ασφαλώς, εκατοντάδες παιδιά. Αλλά δεν φαίνεται να μείωσε τον ρυθμό με τον οποίο διαπράττονται εγκλήματα κατά ανηλίκων. Οι περιπτώσεις θανάσιμης κακοποίησης ανηλίκου στην Πενσυλβάνια αυξήθηκαν από 96 το 2014 σε 194 το 2021. Και, από την άλλη, προέκυψαν σημαντικές ανεπιθύμητες συνέπειες. Οι κοινωνικές υπηρεσίες της Πολιτείας άρχισαν να βομβαρδίζονται κυριολεκτικά από καταγγελίες. Οι καταγγελίες για κακοποίηση ανηλίκων ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο στα πρώτα πέντε χρόνια εφαρμογής του νόμου. Και κάτι περισσότερο από το 80% αυτών των καταγγελιών αποδείχθηκαν εντελώς και προφανώς αβάσιμες. Η πλημμύρα των καταγγελιών οδήγησε σε ταλαιπωρία και διαπόμπευση φτωχών, κυρίως, οικογενειών από τις γειτονιές των μαύρων, που είχαν πραγματική δυσκολία να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Και παράλληλα οδήγησε σε παράλυση στις κοινωνικές υπηρεσίες, που είχαν λιγότερο πια χρόνο και μέσα για να ερευνήσουν τις πραγματικά σοβαρά καταγγελίες.
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Δύσκολο να πει κανείς. Αλλά είναι βέβαιο ότι ο αυτοματισμός του «ποινικού λαϊκισμού», η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας μετά από κάθε έγκλημα που «συγκλονίζει την κοινή γνώμη», οδηγεί σε αδιέξοδο. Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση δύσκολων και σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων υπό το κράτος της κραυγαλέας και κραυγάζουσας «φρίκης» και «αγανάκτησης», που εμπορεύεται η μιντιακή (και προπάντων η «σοσιαλμιντιακή») κάλυψη των εγκλημάτων που μας συγκλονίζουν, δύσκολα θα οδηγήσει σε ισορροπημένες και αποτελεσματικές λύσεις. Είναι βέβαιο ότι μια δημόσια συζήτηση που διεξάγεται σε συνθήκες ηθικού πανικού, μετά από ένα αποτρόπαιο έγκλημα, δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να ληφθούν αποφάσεις που πράγματι θα μας βοηθούν να προλάβουμε την επανάληψη του αποτρόπαιου, να σώσουμε ένα επόμενο υποψήφιο θύμα.
Δεν είναι εύκολο. Ποτέ και πουθενά. Αλλά το κάνουν απείρως δυσκολότερο τα δικά μας ήθη, αυτά που κυριαρχούν πια στην δημόσια σφαίρα. Είναι απείρως δυσκολότερο σε ένα περιβάλλον όπου η ενημέρωση έχει πλήρως παραδοθεί, με λίγες, σποραδικές αντιστάσεις, στους νόμους της αγοράς, μιας χυδαίας αγοράς της συγκίνησης, όπου η ζήτηση για ηδονοθηρία της φρίκης συναντά πληθωριστική προσφορά στο διαδίκτυο και στις τηλεοπτικές οθόνες. Όπου οι κάμερες πολιορκούν το σπίτι του θύματος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Όπου κάθε προανακριτική πράξη διεξάγεται σε κοινή θέα, οι μάρτυρες καταθέτουν δημόσια, η μαρτυρία τους αναμεταδίδεται, αναξιολόγητη, ταχύτατα, στον βιαστικό, copy paste κόσμο του διαδικτύου. Όπου οι υποψίες ότι «κάποιοι ισχυροί θα συγκαλύψουν το έγκλημα» καλιεργούνται συστηματικά και διακινούνται ως άλλοθι για τον χειρότερο κιτρινισμό, την βαρβαρότερη παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Και το κάνουν απείρως δυσκολότερο, επίσης, οι νέοι τρόποι που κυβερνούν πια την πολιτική ζωή. Όπου εμπρός στην φρίκη του βιασμού κατά συρροή ενός 12χρονου κοριτσιού, ο πολιτικάντης τσακώνεται αμέριμνος, πρωί-πρωί, με τον αντίπαλό του ποιος ψήφισε τον αυστηρότερο νόμο για τους βιαστές. Και όπου η αντιπολίτευση δεν διστάζει να κατηγορήσει, το ίδιο αμέριμνα, την συμπολίτευση για υπόθαλψη παιδεραστών και συγκάλυψη των εγκλημάτων τους. Ο Τόμας Φρίντμαν είχε γράψει, ως σχόλιο για τα πολιτικά ήθη της Μέσης Ανατολής, ότι εκεί όπου όλα γίνονται πολιτικά, η πολιτική πεθαίνει. Εκεί όπου όλα (ακόμη και η φρίκη του βιασμού ενός παιδιού ή της εκπόρνευσης, αν είναι αλήθεια, από την ίδια του τη μάνα) εγγράφεται αυτόματα στην πολιτική ύλη, στην κομματική αντιπαράθεση, τα κόμματα δεν είναι πια πολιτικοί οργανισμοί, είναι απλώς μηχανισμοί διεκδίκησης της εξουσίας- με κάθε μέσο, χωρίς αναστολές. Εμπορεύονται φθηνή δυσπιστία, με τον ίδιο τρόπο που οι εμποράκοι του διαδικτύου εμπορεύονται φθηνή συγκίνηση.
Παράπλευρη απώλεια: Η Ελλάδα- σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Metron analysis για τον Κύκλο ιδεών, είναι η χώρα με τον χαμηλότερο δείκτη κοινωνικής και πολιτικής εμπιστοσύνης στην Ευρώπη. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους συμπολίτες τους, τους θεσμούς, την δικαιοσύνη, τους δημοσιογράφους, τα κόμματα προπάντων.