Οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) θα είναι ατελέσφορη αν δεν ληφθεί υπόψη ο κεντρικός ρόλος του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Mε 97 εκατ. τακτικά μέλη από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, то ККК δεν είναι απλά η σπονδυλική στήλη της ΛΔΚ, αλλά το ίδιο το κράτος. Για την ακρίβεια, το κόμμα-κράτος που θα έχει την Κυριακή, 16 Οκτωβρίου, το 20ο Συνέδριό του.
Μετά τον θάνατο του Μάο Τσεντούνγκ η Κίνα εισήλθε σε πολύ διαφορετική εποχή χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Deng Xiaoping που ήταν ασυνήθιστα φιλελεύθερες για τα δεδομένα του ΚΚΚ. Βέβαια, όταν βρέθηκε σε κίνδυνο στην πλατεία Tiananmen το 1989, το Κόμμα δεν δίστασε να καταστείλει την εξέγερση με σιδηρά πυγμή. Πάντως, τα οικονομικά ανοίγματα του Deng συνεχίστηκαν από τους διαδόχους του Ζιάνγκ Ζεμίν και Χου Ζιντάο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην άνοδο της ΛΔΚ στην δεύτερη θέση της παγκόσμιας οικονομικής κατάταξης.
Με την έλευση του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία το 2012, το ΚΚΚ είδε ξανά τον ρόλο του να αυξάνεται σημαντικά. Η βαθιά πεποίθηση του νυν Κινέζου προέδρου για τον κεντρικό ρόλο του Κόμματος καταγράφηκε σε βαρυσήμαντη ομιλία του στις αρχές του 2013. Προς το τέλος της πρώτης πενταετούς θητείας του το 2017 φάνηκε ότι ο Σι Τζινπίνγκ βλέπει το ΚΚΚ ως μια νέα εκκλησία κοσμικής θρησκείας. Κι αν αυτό φαίνεται οξύμωρο, την απάντηση την δίνει ο ίδιος με το γνωστό απόφθεγμά του ότι “όλα τα μέλη πρέπει να βαπτιστούν στην ιδεολογία του Κόμματος”. Το 2019 έδωσε το έναυσμα στην καμπάνια διαρκούς κατάρτισης του μελών του ΚΚΚ με το κεντρικό σύνθημα “Μην ξεχνάτε τον αρχικό σκοπό του Κόμματος, να έχετε πάντα την αποστολή του στο νου σας!”
Η τρίτη θητεία του Σι Τζινπίνγκ
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι την Κυριακή ο Σι Τζινπίνγκ θα επανεκλεγεί από τους 2.296 συνέδρους που είναι απόλυτα πιστοί στην αποστολή του Κόμματος. Κι όμως, παρά τις υπερεξουσίες που έχει συγκεντρώσει στα χέρια του, ο Σι Τζινπίνγκ θα βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις τα επόμενα χρόνια. Οι περισσότερες σχετίζονται με την οικονομία της Κίνας που ήταν έως τώρα το βαρύ πυροβολικό της χώρας.
Η λεγόμενη “παγίδα του μεσαίου εισοδήματος” αφορά τη δύσκολη μετάβαση της Κίνας προς ένα αναπτυξιακό πρότυπο εντελώς διαφορετικό από το μοντέλο που τής εξασφάλιζε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης επί τέσσερις δεκαετίες περίπου. Μετά τα ανοίγματα επί Ντενγκ Σιαοπίνγκ, το υπόδειγμα αυτό βασίστηκε στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την μετατροπή της Κίνας σε “παγκόσμιο εργοστάσιο”, τις εξαγωγές (ιδιαίτερα μετά την ένταξη της χώρας στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001) και τα φαραωνικά έργα υποδομής.
Το τέλος της κατασκευαστικής φρενίτιδας;
Ο τομέας των ακινήτων αντιστοιχεί άμεσα ή έμμεσα στο 29% του ΑΕΠ της Κίνας και για πολλά χρόνια υπήρξε κινητήριος δύναμη της εθνικής οικονομίας, αν και συσσωρεύοντας συνεχώς αυξανόμενα χρέη. Σημαντικότατη είναι και η κοινωνική διάσταση αυτού του φαινομένου, καθώς περίπου 80% του οικογενειακού εισοδήματος των Κινέζων είναι δεσμευμένο σε ακίνητα. Ως αποτέλεσμα της φούσκας που δημιουργήθηκε, έως και το εν πέμπτον όλων των διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων στην Κίνα παραμένει αχρησιμοποίητο. Υπάρχουν, μάλιστα, ολόκληρες πόλεις "φαντάσματα" (ghost cities), καθώς παραμένουν εν πολλοίς ακατοίκητες και κατεδαφίζονται πολλές πολυκατοικίες που δεν δικαιολογούν την ύπαρξή τους.
Αλλά κατασπατάληση πόρων καταγράφεται και σε πολλά άλλα έργα βιτρίνας, όπως είναι το εκτενές σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλής ταχύτητας που είναι αντικείμενο αυξανόμενης κριτικής για την μη αποδοτικότητά του. Το 2020 το χρέος του κρατικού οργανισμού σιδηροδρόμων ανήλθε σε 850 δισ. δολάρια ή περίπου 6% του συνολικού ΑΕΠ της Κίνας εκείνη την χρονιά.
Το τέλος του δημογραφικού μερίσματος;
Επί τέσσερις δεκαετίες η Κίνα αναπτύχθηκε χάρη στους άφθονους και φθηνούς ανθρώπινους πόρους, αλλά αυτό το “δημογραφικό μέρισμα” πλέον έχει εξαντληθεί. Η απογραφή του 2020 ανέδειξε το οξύ πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα λόγω της πολυετούς “πολιτικής του ενός παιδιού” και υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει ξεκινήσει η συρρίκνωση του πληθυσμού. Άλλη μια μεγάλη πρόκληση αποτελεί και το επερχόμενο τσουνάμι των συνταξιούχων που θα ασκήσει αφόρητες πιέσεις στο υπανάπτυκτο κοινωνικό κράτος της Κίνας.
Ταυτόχρονα, παρά το περί του αντιθέτου διθυραμβικό αφήγημα των αρχών, η φτώχεια επιμένει. Οι – κατ’ εκτίμηση - 290 εκατ. εργαζόμενοι (migrant workers) από την αγροτική ύπαιθρο που ζουν σε άθλιες συνθήκες στα αστικά κέντρα δεν καταγράφονται, ώστε τα επίσημα ποσοστά ανεργίας να μην δημιουργούν αρνητικές εντυπώσεις. Εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι και η χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση εκατοντάδων εκατομμυρίων εργαζομένων, οι οποίοι δυσκολεύονται να αφομοιώσουν την αναβάθμιση του τεχνολογικού οπλοστασίου της οικονομίας. Η Κίνα έχει 10 εκατ. αποφοίτους ΑΕΙ κάθε χρόνο, αλλά αυτό δεν αντισταθμίζει το γεγονός ότι μόλις το 15% των εργαζομένων στην χώρα έχει απολυτήριο λυκείου.
Συρρικνούμενη παραγωγικότητα
Η Κίνα έχει σημειώσει θεαματική άνοδο ως τεχνολογική δύναμη και σε πολλούς τομείς επιβάλλει πλέον τα δικά της στάνταρ. Ωστόσο, η αλματώδης ανάπτυξη της χώρας μέχρι πρότινος δεν την έχει βοηθήσει να απεξαρτηθεί πλήρως από δυτικές τεχνολογίες. Λόγου χάρη, στους ημιαγωγούς η γιγαντιαία κρατική επιχείρηση SMIC δεν έχει κατορθώσει, παρά τις γενναιόδωρες επιδοτήσεις, να κατέβει κάτω από τα 10 νανόμετρα, όταν στην Ταϊβάν η παγκόσμια ηγέτιδα TSMC και στην Νότια Κορέα η Samsung ήδη κατασκευάζουν μικροτσίπ τριών νανομέτρων. Η Κίνα παράγει τεράστιες ποσότητες ημιαγωγών 28 νανομέτρων που χρησιμεύουν στα αυτοκίνητα και πλήθος συσκευών καθημερινής χρήσης, αλλά απέχει ακόμη από τις τεχνολογίες αιχμής σ’ αυτόν τον τομέα.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες – κατασπατάληση πόρων, γήρανση του πληθυσμού, περιορισμένη επαγγελματική κατάρτιση, εξάρτηση από ξένες τεχνολογίες – εξηγούν την συνεχώς μειούμενη συνολική παραγωγικότητα στην Κίνα (Total Factor Productivity – TFP) μετά το 2010. Δεν είναι τυχαίο ότι έκτοτε οι ρυθμοί ανάπτυξης έγιναν μονοψήφιοι και σημειώνουν σταθερή μείωση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για δύο παράλληλες καμπύλες σε καθοδική τροχιά που καταδεικνύουν ότι η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας είναι νομοτελειακή κι όχι συγκυριακή.
Το κράτος στην οικονομία
Επί των ημερών του Σι Τζινπίνγκ ευνοούνται παντοιοτρόπως οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας συμβάλλει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη. Η κινεζική ηγεσία θορυβήθηκε μετά το κραχ των κινεζικών χρηματιστηρίων το 2015, όταν οι μετοχές των εισηγμένων εταιρειών έπεσαν κατά 50% περίπου - φαίνεται πως εκείνη την περίοδο ο Σι Τζινπίνγκ κατέληξε στην σταθερή προτίμησή του για την ενεργό συμμετοχή του κόμματος-κράτους στην οικονομία. Δεν αποκλείεται αυτή η εμμονή με την κυριαρχία του κράτους να οδήγησε στα τέλη του 2020 σε ευρεία καμπάνια κατά των ιδιωτικών ομίλων υψηλής τεχνολογίας, όπως είναι η Alibaba, η Tencent, η DiDi, κ.ά.
Αλλά το κράτος δεν είναι μόνο η κεντρική κυβέρνηση, είναι και οι τοπικές και περιφερειακές αρχές. Τα περισσότερα έσοδά τους παραδοσιακά προέρχονται από την πώληση εκτάσεων για την κατασκευή κατοικιών, αλλά τώρα που ο τομέας των ακινήτων βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αυξάνεται έτι περισσότερο το δυσθεώρητο κρυφό χρέος τους. Την ίδια στιγμή, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές υποχρεώνονται από το Πεκίνο να ξοδεύουν μεγάλα ποσά για την αναχαίτιση της πανδημίας και, ταυτόχρονα, να προωθούν μεγάλα έργα υποδομής με στόχο την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, δεν λείπουν οι σπίθες μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειών και αυτή η ένταση διαφαίνεται ακόμη και στα αυστηρά ελεγχόμενα ΜΜΕ ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Αύριο: Η κοινωνία στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ