Πριν από 60 χρόνια, τον Οκτώβριο του 1962, η ανθρωπότητα απέφυγε, στο πάρα πέντε, μια πυρηνική σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, όταν οι ηγέτες των δύο χωρών, Κένεντι και Χρουστσόφ, παρέκαμπταν μηχανισμούς και θεσμούς, προκειμένου να αποκλιμακώσουν την ένταση που έμεινε γνωστή στην παγκόσμια Ιστορία ως Κρίση των Πυραύλων στην Κούβα.
Εξήντα χρόνια μετά, η Ρωσία έχει δημιουργήσει μια ασάφεια για το πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να κάνει χρήση πυρηνικών όπλων στην σύγκρουση της Ουκρανίας.
Έτσι, μια ματιά στα γεγονότα του 1962, μας βοηθά να κατανοήσουμε το κατά πόσον, στη σημερινή σύγκρουση της Δύσης με την Ρωσία, υπάρχει κίνδυνος πυρηνικής κλιμάκωσης.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση, που απέκτησε πυρηνικά όπλα το 1949, είχαν υιοθετήσει στην πυρηνική τους στρατηγική το δόγμα των Μαζικών Αντιποίνων (Massive Retaliation), με αποτέλεσμα κάθε σύγκρουση ανάμεσα στα δύο μπλοκ, να εμπεριέχει τον κίνδυνο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
Επρόκειτο για μια κατάσταση «ισορροπίας τρόμου», καθώς οι δύο πλευρές δεν είχαν καταλήξει ακόμα στους κανόνες που συμφώνησαν αργότερα.
Όμως τα Μαζικά Αντίποινα στην ουσία απαγόρευαν την χρήση πυρηνικών όπλων, με τον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό να διατυπώνει, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το δόγμα της Ευέλικτής Απάντησης (Flexible Response).
Έτσι, σε κάποιες χώρες του ΝΑΤΟ αναπτύχθηκαν πύραυλοι μεσαίου και μικρού βεληνεκούς, πυρηνικές νάρκες και όλμοι, ώστε να ισορροπήσουν την υπεροχή της ΕΣΣΔ στις συμβατικές δυνάμεις.
Στην Τουρκία, για παράδειγμα, αναπτύχθηκαν οι πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς Γιούπιτερ και Τορ, μια κίνηση των ΗΠΑ που έδινε υπόσταση αξιοπιστίας στο σενάριο της ευέλικτης απάντησης, καθιστούσε, δηλαδή, δυνατό ένα περιορισμένο και οριοθετημένο πυρηνικό πόλεμο.
Η απάντηση της Σοβιετικής Ένωσης ήλθε το 1962 με την εγκατάσταση πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Κούβα, μια κίνηση που βραχυκύκλωνε την δυνατότητα των ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν πυρηνικά όπλα κατά της Μόσχας χωρίς, ταυτόχρονα, να κινδυνεύει δικό τους έδαφος.
Όταν τα κατασκοπευτικά αεροσκάφη των ΗΠΑ εντόπισαν, στις αρχές Οκτωβρίου εκείνου του έτους, τους σοβιετικούς πυραύλους, οι στρατιωτικές ηγεσίες και οι μηχανισμοί των δύο χωρών προέτρεπαν σε επιλογές που θα οδηγούσαν σε μετωπική σύγκρουση.
Έτσι ο Κένεντι αποφάσισε να αρχίσει απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Χρουστσόφ, με ενδιάμεσο τον αδελφό του, Ρόμπερτ, και τον πρέσβη της ΕΣΣΔ στις ΗΠΑ, Ντομπρίνιν.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία απόσυρσης των πυραύλων, τόσο από την Κούβα όσο και από την Τουρκία, με την ΕΣΣΔ να αποχωρεί αμέσως και τις ΗΠΑ μετά από έξι μήνες, προκειμένου ο Αμερικανός πρόεδρος να μην αντιμετωπίσει εσωτερική αμφισβήτηση.
Ωστόσο, οι πρωταγωνιστές του θρίλερ δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν σε περαιτέρω κινήσεις που να καθιστούν αδύνατη την χρήση των πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης.
Ένα χρόνο μετά, τον Νοέμβριο του 1963, ο Κένεντι δολοφονήθηκε και ένα χρόνο αργότερα ο Χρουστσόφ ανετράπη με εσωκομματικό πραξικόπημα.
Το συμπέρασμα από εκείνη την Κρίση ήταν σαφές: δεν υπάρχει σενάριο περιορισμένου πυρηνικού πολέμου, ούτε εγγυήσεις ότι η άλλη πλευρά θα απαντήσει συμμετρικά στον επιτιθέμενο.