Η Ελλάδα είναι σημαντικός συμμέτοχος στη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επειδή διαθέτει μια ευαίσθητη οικονομική δραστηριότητα σε διαταραχές, όπως αυτή που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και λόγω της εξαιρετικής συμπίεσης της οικονομίας της το 2020.
Η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη, βέβαια, για να είναι σταθερή οφείλει να προέρχεται από μια ανθεκτική οικονομία που δεν θα εξαρτάται απλώς από την καλή τύχη στο διεθνές στερέωμα ούτε από τα τεράστια προγράμματα στήριξης, οριζόντιου χαρακτήρα, με δημόσιο χρήμα που εκτινάσσουν την κατανάλωση και διευρύνουν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως συμβαίνει τα τελευταία τουλάχιστον δύο χρόνια στη χώρα μας.
Σήμερα, είναι από τις σπάνιες φορές κατά τις οποίες υπάρχουν άφθονα χρήματα για να χρηματοδοτήσουμε στρατηγικής σημασίας έργα υποδομών, παραγωγικές επενδύσεις, ώστε να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο. Στόχος του Ταμείου Ανάκαμψης οφείλει να είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση, με έμφαση στη μεταποίηση, τη βιομηχανία, την προστιθέμενη αξία, τη δραστική αύξηση του παγίου κεφαλαίου στα προ 2010 επίπεδα και στην απασχόληση με προσόντα.
Τα χρήματα μπορεί να υπάρχουν, αλλά η πολιτική βούληση φαίνεται να απουσιάζει, για να πραγματοποιηθεί ο μεγάλος αυτός μετασχηματισμός που έχει ανάγκη η κοινωνία και η οικονομία. Η κυβέρνηση της ΝΔ διαχειρίζεται το Ταμείο σαν ένα διευρυμένο ΕΣΠΑ, παραγεμίζοντας το εθνικό σχέδιο με έργα ατάκτως ερριμμένα, μήπως και αποφύγει την απώλεια κοινοτικών πόρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βλέπει κανείς στις λίστες με τα υπό χρηματοδότηση έργα για την ενεργειακή μετάβαση και τον μετασχηματισμό της οικονομίας, πλήθος ανακαινίσεων και αναστηλώσεων πάσης φύσεως ιστορικών χώρων και μνημείων, την ίδια ώρα που οι πραγματικές επενδύσεις βιομηχανικής παραγωγής είναι σποραδικές.
Αλλά και στον τομέα της ενεργειακής ασφάλειας, το εθνικό σχέδιο πάσχει σε μεγάλο βαθμό. Οι παρεμβάσεις στο δίκτυο που περιλαμβάνονται σε αυτό είναι περιορισμένες, σε σχέση με τις μεγάλες ανάγκες της χώρας. Μόλις 195 εκατ. προορίζονται για τη διασύνδεση των νησιών, 100 εκατ. προορίζονται για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και άλλα 12 εκατ. για την αύξηση της ισχύος του κατά 800 MW, ενώ δεν υπάρχει πρόβλεψη για την επέκταση της διασυνδεσιμότητας με την υπόλοιπη Ευρώπη, παρατείνοντας έτσι την ενεργειακή μας απομόνωση.
Ο στόχος της ανθεκτικότητας συνδέεται άρρηκτα και με ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Και σε αυτό τον τομέα το εθνικό σχέδιο χωλαίνει. Ενώ, για παράδειγμα, η γειτονική Ιταλία προορίζει περίπου το 10% των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης για την ενίσχυση της δημόσιας υγείας, το ελληνικό σχέδιο προβλέπει μόλις το 4,5%.
Αποκορύφωμα των ελλείψεων στο εθνικό σχέδιο αποτελεί ο τομέας της κοινωνικής στέγασης. Ενώ η Πορτογαλία κατασκευάζει 26.000 κοινωνικές κατοικίες με χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, η Ισπανία 20.000 και η Ιταλία 10.000, η ΝΔ έχει εντάξει ένα πρόγραμμα ανακαίνισης 100 μόλις διαμερισμάτων.
Τέλος, η κυβέρνηση επέλεξε τα δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης να διοχετευτούν στην αγορά με αμιγώς τραπεζικά κριτήρια, τη στιγμή που η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων παραμένει εκτός τραπεζικού δανεισμού. Δεν υπήρξε επίσης ουσιαστική διαδικασία διαβούλευσης με την τοπική αυτοδιοίκηση, τους κοινωνικούς εταίρους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την κοινωνία των πολιτών, για να διαμορφωθεί ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό και κοινωνικό σχέδιο αναγέννησης της χώρας.
Ο κίνδυνος, λοιπόν, τα σχετικά χαμηλότοκα δάνεια να κατευθυνθούν, κατά βάση, σε εταιρείες που ούτως ή άλλως έχουν εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, είναι μεγάλος. Με βάση πρόσφατα στοιχεία, έχουν συμβασιοποιηθεί δάνεια ύψους 650 εκατ. ευρώ σε 20 μόνο επιχειρήσεις, έως σήμερα, από τις τράπεζες, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Για τους παραπάνω λόγους το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει εξαρχής εκφράσει τις ανησυχίες του για τον υφιστάμενο σχεδιασμό, αντιπροτείνοντας μια δέσμη εναλλακτικών προτεραιοτήτων που υπηρετούν την ανθεκτική οικονομία και διασφαλίζουν ένα μέλλον ασφάλειας και ευημερίας για την κοινωνία και ιδίως, τη νέα γενιά.
Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Νίκου Ανδρουλάκη.