ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΙΚΙΛΙΑ

Πολιτική επίγνωση και δημοσιονομική σύνεση

Μετά την λήξη της ενισχυμένης εποπτείας - και την μετατροπή της, ουσιαστικά, σε μακρά εποπτεία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς - ο επόμενος στόχος της χώρας μας είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ώστε να πάψουν τα ομόλογά μας να συγκαταλέγονται στην κατηγορία «σκουπίδια».  Οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν την δημοσίευση των πρόσφατων στοιχείων για το ΑΕΠ, την εικαζόμενη δυναμική της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας, δεν φαίνεται να επηρέασαν ιδιαίτερα τις εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης που διατήρησαν τη χώρα μας στην ίδια χαμηλή επενδυτική βαθμίδα.  Η στασιμότητα προέκυψε παρά τις ανοδικά αναθεωρημένες προβλέψεις ότι το τρέχον έτος το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί στην περιοχή του εντυπωσιακού +6%, ενώ ή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ προβλέπεται να πλησιάσει το 15% - το 1ο εξάμηνο του έτους η αύξηση ήταν 17,5% - οδηγώντας παράλληλα και σε μια σημαντική ονομαστική μείωση του λόγου του δημοσίου χρέους, το οποίο σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζεται από μακρά περίοδο χάριτος και σταθερά χαμηλά επιτόκια. 

Παρόλα αυτά, στις στάσιμες εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης προστίθενται και οι αγορές με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου να έχει υπερβεί το 5% (28/9), ένα επίπεδο που δεν μπορεί να αποδοθεί στη γενική αύξηση των επιτοκίων διεθνώς, γιατί αυξήθηκε και το spread με το γερμανικό 10ετές, στις 2,8 μονάδες, πολύ περισσότερο από τα αντίστοιχα spreads άλλων χωρών του ευρωπαϊκού νότου, πχ. το πορτογαλικό spread είναι μόλις 1,1 μονάδες.

Για να ολοκληρωθεί η παραπάνω εικόνα οι εκτιμήσεις για το επόμενο - εκλογικό - έτος προβλέπουν σημαντικότατη μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης, για παράδειγμα, η Moody’s προβλέπει μεγάλη επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,8% καθώς ο υψηλός πληθωρισμός θα εξασθενίσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις, ενώ για τον πληθωρισμό προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί περί το 4% το 2023, άρα μια αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ λιγότερο από 6% ή μέχρι 7% αν επαληθευτούν οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, όπως πχ. της ΤτΕ για πραγματική μεγέθυνση +2,8% το επόμενο έτος.

Η εκτίμησή μου είναι ότι ο βασικότερος ίσως λόγος για την στασιμότητα της βαθμολογίας των οίκων αξιολόγησης και της υψηλής επιβάρυνσης των ελληνικών ομολόγων είναι η ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με το ιδιόμορφο, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, πολιτικό περιβάλλον πόλωσης και άρνησης των αναγκαίων συναινέσεων, που δεν οφείλεται απλά στην «ανωριμότητα» του πολιτικού συστήματος και την έλλειψη κουλτούρας συνεργασιών, αλλά αποτελεί εν πολλοίς «παράγωγο» των «υπερ-ενισχυμένων» εκλογικών συστημάτων όπως αυτό των μεθεπόμενων εκλογών.

Καταρχήν, είναι απολύτως σαφές ότι μετά μια διετία διανομής περισσότερων από 55 δισ. ευρώ - που προήλθαν από νέο δανεισμό - χωρίς αυστηρά, δίκαια και αναπτυξιακά κριτήρια, η χώρα έχει εισέλθει σε μια πολύμηνη προεκλογική περίοδο.  Ούτε η κυβέρνηση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση προετοιμάζουν τους πολίτες για την μεγάλη δημοσιονομική περιστολή που θα υποχρεωθεί να εφαρμόσει οποιαδήποτε κυβέρνηση σχηματιστεί μετά τις εκλογές.  Το αντίθετο, μάλιστα, αν κρίνουμε από τις αντίστοιχες εξαγγελίες και την συνολική εικόνα χαλαρότητας , σχεδόν αμεριμνησίας, που εξέπεμψαν στην πρόσφατη ΔΕΘ, γκρεμίζοντας ταυτόχρονα κάθε πιθανή γέφυρα συνεννόησης, έστω για τα ουσιώδη εθνικά ζητήματα.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι παρά τις εντυπωσιακές επιδόσεις στο σκέλος των εσόδων (+22% το 7μηνο) και την έστω και μικρή μείωση των πρωτογενών δαπανών (-3,5% το 7μηνο) - με συνέπεια τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος από 10 δισ. το πρώτο 7μηνο του 2021 σε κάτι παραπάνω από 0,5 δισ. το 7μηνο του 2022 - η κυβέρνηση επιμένει στον στόχο για πρωτογενές έλλειμμα το 2022 ύψους -2% του ΑΕΠ, πάνω από 4 δισ.  Παρά το γεγονός, ότι ακόμα και με πολύ συντηρητικές εκτιμήσεις για την αύξηση των δημοσίων εσόδων μέχρι τα τέλη του έτους - πχ. κατά 13% σε ετήσια βάση- και την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών βάσει των εξαγγελιών, οι αριθμοί υποδεικνύουν ότι μπορούμε κάλλιστα να πετύχουμε το τρέχον έτος ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του +0,5% ως +1% του ΑΕΠ.  Αυτό δεν σημαίνει επιβολή κάποιας περιττής λιτότητας αλλά απομάκρυνση από μια περιττή επεκτατική πολιτική. 

Το τρίτο σημείο είναι η επιμονή της κυβέρνησης σε οριζόντιες επιδοτήσεις που χρηματοδοτούνται από το έλλειμμα και την εντεινόμενη στήριξη των δημοσίων εσόδων στους έμμεσους φόρους που πλήττουν τους πλέον αδύναμους.  Από την άποψη τόσο της δικαιοσύνης όσο και της μακροοικονομίας, η συνετή πολιτική επιτάσσει την στήριξη των οικογενειών και των επιχειρήσεων που πλήττονται περισσότερο μέσω υψηλότερων άμεσων φόρων των υψηλών εισοδημάτων και των εταιρειών που έχουν υψηλή κερδοφορία παρά την ενεργειακή κρίση, γιατί έχει μικρότερη επίδραση στον πληθωρισμό από την αύξηση των ελλειμμάτων.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται, συνεπώς, είναι το εξής:  Αν με 15% αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ που θα έχεις το τρέχον έτος στοχεύεις σε πρωτογενές έλλειμμα, πώς θα πετύχεις το απολύτως αναγκαίο πλεόνασμα τον επόμενο χρόνο με πολύ χαμηλότερη (6%-7%) αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, με μειωμένα έσοδα και αυξημένες ανάγκες για δαπάνες, χωρίς να προκληθεί μια τεράστια κοινωνική αναστάτωση, με ότι συνεπάγεται για την πολιτική σταθερότητα της όποιας κυβέρνησης, σε συνθήκες μιας ενδεχομένως βαθιάς ύφεσης στην Ευρωζώνη, επίμονου πληθωρισμού, πιο παρατεταμένης διαταραχής στις ενεργειακές προμήθειες, πιο σφιχτής παγκόσμιας ρευστότητας και απόσυρσης της νομισματικής στήριξης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας;

Συμπέρασμα, οι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές εκτιμούν ότι η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική ασκείται χωρίς την απαραίτητη επίγνωση και σύνεση και - λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη την ακραία και τοξική πολιτική πόλωση, την άρνηση ουσιαστικού διαλόγου, στοιχειώδους συνεννόησης και των αναγκαίων συναινέσεων που «παράγει» το υπερ-ενισχυμένο εκλογικό σύστημα των μεθεπόμενων εκλογών - προεξοφλούν το βραχύ βίο της όποιας επόμενης κυβέρνησης και μια γενικευμένη πολιτική αδυναμία.  Συνυπολογίζουν την εμφανή πολιτική ανεπάρκεια για ουσιώδεις και δομικές μεταρρυθμίσεις - π.χ. πως πρέπει να μεταρρυθμιστεί η δημόσια διοίκηση μετά από την θετικότατη ψηφιοποίηση υπηρεσιών - και την συνεχή υποβάθμιση της ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης.

Διαισθάνονται, επίσης, ότι τείνει να επικρατήσει μια «νέα κανονικότητα» όπου το «έκτακτο» γίνεται «μόνιμο» όταν είναι προσωρινά πολιτικά ωφέλιμο, ακόμα και αν δεν είναι απολύτως αιτιολογημένο, στοχευμένο και κυρίως αποτελεσματικό.  Μετά από 10 σχεδόν χρόνια προσπάθειας και αναγκαίων αλλά άνισων θυσιών κυρίως των αδυνάμων, το 2018 και 2019 οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης συν την αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων (περίπου 82 δισ.) αποτελούσαν το 45% του ΑΕΠ.  Το 2020 ανήλθαν στο 57% (95 δισ.)  και το 2021 στο 55% του ΑΕΠ (100 δισ.).  Εισήλθαμε, φοβάμαι, σε μια «νέα κανονικότητα» με 100 δισ. «πάτωμα» πρωτογενών δημόσιων δαπανών, εν μέσω εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών και δυσμενών προοπτικών. 

Η δημοσιονομική πολιτική, αν και επιμένει στην λογική «δεν μειώνω ειδικούς και έμμεσους φόρους για να έχω έσοδα και να μοιράζω εν πολλοίς οριζόντιες επιχορηγήσεις», τουλάχιστον δεν την αξιοποιεί για την επίτευξη ενός μικρού και απόλυτα εφικτού πρωτογενούς πλεονάσματος το τρέχον έτος που θα οδηγούσε σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα για τη χώρα διευκολύνοντας και την επίτευξη πλεονασμάτων τα επόμενα έτη.  Ακύρωσε, παράλληλα, το πολύ ευνοϊκό γεγονός ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα αντί για -7%, όπως προέβλεπαν η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό 2022 και η ΕΕ τον περασμένο Νοέμβριο, τελικά έκλεισε στο -5% του ΑΕΠ. 

Οι καιροί επιβάλλουν πολιτική επίγνωση και δημοσιονομική σύνεση.  Τα επόμενα χρόνια η χώρα μας απαιτείται να διαθέσει ακόμη περισσότερους δημόσιους πόρους για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας έναντι των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, τον ενεργειακό μετασχηματισμό της, την διαρκή ενίσχυση της εθνικής της άμυνας, την αναστήλωση των δημοσίων συστημάτων υγείας και παιδείας, την μεταστροφή του παραγωγικού της μοντέλου, την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης με την ουσιαστική στήριξη της νέας γενιάς καθώς και την ενίσχυση των κοινωνικών δαπανών και υπηρεσιών με κύριο στόχο τη μείωση των ανισοτήτων.

Για να αποφύγουμε νέες επώδυνες περιπέτειες και να μην ξαναγίνουμε επαίτης της Ευρώπης, οι δυνατότητες της χώρας πρέπει να διευρυνθούν, αυτή είναι η ουσία της πολιτικής σταθερότητας.

(*) Ο Ηλίας Κικίλιας είναι σύμβουλος της Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής για θέματα οικονομικής πολιτικής

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!