Διάσπαρτη σε ομάδες, ένοπλες και μη, η ιταλική ακροδεξιά μετά τον πόλεμο βρέθηκε σε φάση μάχης οπισθοφυλακών. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο έλαμψε το άστρο του Γκουλιέλμο Τζιανίνι, ο οποίος λειτούργησε αντισυμβατικά και εκτός φασιστικών ομάδων, αν και ήταν οπαδός του Μουσολίνι και ζούσε για χρόνια από τις επιχορηγήσεις του υπουργείου Προπαγάνδας.
Ο Τζιανίνι εργαζόταν μέχρι το 1943 ως εκφωνητής στο Ράδιο Τομπρούκ. Η έμπνευσή του ήταν ο «L’ uomo qualunque», ο «συνηθισμένος άνθρωπος», από το οποίο γεννήθηκε ένα περιοδικό, που σε δύο χρόνια έγινε το πρώτο σε κυκλοφορία έντυπο του περιοδικού τύπου, με 800.000 τεύχη. Η θεατρικότητα που ξεχείλιζε πάνω του -βέρος Ναπολιτάνος- και η αμεσότητά του με το κοινό, τον οδήγησαν, το 1945, στην ίδρυση του «Fronte del uomo qualunque». Με το 5% που αποσπά και τους 30 βουλευτές, σταθεροποιείται στην πολιτική σκηνή και στις επόμενες περιφερειακές εκλογές καταγράφει 24% στη Ρώμη, ενώ περίπου σαρώνει στο Νότο (Μπάρι 46%, Λέτσε 47%, Παλέρμο 24%).
Εκτός από την αμεσότητα και τη θεατρικότητα των εμφανίσεών του, που βοήθησε στην εκλογική του επιτυχία, αξίζει να δοθεί προσοχή και στον «κουαλουνκουανισμό»: Είναι «η φωνή του συνηθισμένου ανθρώπου, είναι φωνή εναντίον όλων κι εναντίον της παρακμάζουσας δημοκρατίας». Πολιτικός του στόχος ήταν τα μεσαία στρώματα, που είχαν βρεθεί μετέωρα μετά την κατάρρευση του φασισμού, ενώ η γενικόλογη αναφορά στον συνηθισμένο άνθρωπο του επέτρεπε έναν βολικό πολιτικό οπορτουνισμό.
Βοηθήθηκε, επίσης, σύμφωνα με ερευνητές όπως ο Pierre Milza, από τραπεζικούς κύκλους που είχαν αγανακτήσει με την επιρροή των Επιτροπών Απελευθέρωσης της Αριστεράς. Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή, τελικά απέσυραν τη στήριξή τους -εικάζεται- λόγω πιέσεων της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας.
Ο Τζιανίνι ξεχάστηκε γρήγορα, όχι όμως και ο «κουαλουνκουανισμός» που ξανασυσυναντάται, ως αντίληψη πολιτικής στάσης, μέσα στην ακροδεξιά των επόμενων δεκαετιών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Μπόσι της Λίγκας του Βορρά και την Μελόνι .
Βέβαια, όταν μιλάμε για την ιταλική ακροδεξιά για τα επόμενα 50 χρόνια, μέχρι το 1995, μιλάμε για την ιστορία του MSI.
Η ιστορία της διακρίνεται από δύο κύματα νεοφασιστικής τρομοκρατίας (1969-1974 και 1979-1981), που αν και δεν αποδόθηκαν στο MSI, ωστόσο νεοφασιστικές ομάδες, που αναλάμβαναν την ευθύνη, είχαν μέλη που προέρχονταν από το κόμμα. Αν στο πρώτο κύμα τρομοκρατίας η δολοφονία αστυνομικού στο Μιλάνο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, η βόμβα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, στις 10.25 το πρωί της 2ας Αυγούστου 1980, προκάλεσε σοκ: 86 νεκροί και περισσότεροι από 200 τραυματίες.
Όλα αυτά τα χρόνια το MSI παραπαίει αναζητώντας την ταυτότητά του ανάμεσα σ’ έναν αρχετυπικό φασιστικό ακτιβισμό ή, αργότερα, στην προσεκτική και με αποστάσεις συμπερίληψή του στα συστημικά κόμματα. Πάντως ήταν τα συστημικά κόμματα που το έβγαλαν από τον πολιτικό του απομονωτισμό: Το 1984 ο Κράξι, τότε επικεφαλής των σοσιαλιστών, χαρακτηρίζοντάς το «συνταγματικό κόμμα» και βέβαια ο Μπερλουσκόνι το 1994, που του άνοιξε το δρόμο με πέντε υπουργούς και 18 υφυπουργούς στην κεντρική κυβέρνηση. Ο Φίνι, που διαδέχεται τον Αλμιράντε στην ηγεσία του MSI (1995) ολοκληρώνει την αλλαγή: Στόχος του να ηρεμήσει τη Δύση και να ξεχαστεί η φασιστική προϊστορία του MSI. Γι’ αυτό και μετατρέπεται σε «Allianze nazionale, Εθνική Συμμαχία.
Εκείνο, όμως, που βοήθησε ιδιαίτερα το MSI ήταν η συγκυρία: Η διαφθορά της κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλιστών (Αντρεότι, Κράξι), ιδίως στις περίφημες «μίζες του Μιλάνο», η κατάρρευσή της και η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» του εισαγγελέα Ντι Πιέτρο για σχέσεις με τη μαφία, είχαν δημιουργήσει νέο πολιτικό σκηνικό: Η μέχρι τότε μη συμμετοχή του MSI στο διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, του έδωσε έναν αέρα ηθικής ανωτερότητας που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο, όπως και ο Μπερλουσκόνι. Ο οποίος δοκίμασε για πρώτη φορά, το 1994, το σχήμα που σήμερα βρίσκεται στην πλειοψηφία: «Αναβαπτισμένοι» νεοφασίστες, λαϊκή δεξιά και οπαδοί του τοπικισμού και της ομοσπονδιοποίησης της Λίγκας, με έντονα στοιχεία «κουαλουνκουανισμού». Αλλά αυτή τη φορά τον πρώτο λόγο έχει η Μελόνι, που διαθέτει, εκτός των άλλων, μια ξεχωριστή αμεσότητα να απευθύνεται στον «καθημερινό άνθρωπο» κι ένα αντισυμβατικό στυλ επικοινωνίας όπως αυτά του ξεχασμένου Τζιανίνι.