Όσοι διατηρούν αναμνήσεις από περασμένες δεκαετίες, θα θυμούνται πως η Ιταλία ήταν κάποτε μια χώρα-μύθος. Η χώρα ενός μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος κι ενός σπουδαίου σύγχρονου πολιτισμού, η χώρα του Φελίνι, του Αντονιόνι ή του Βισκόντι, μα και του Μόρο και του Μπερλινγκουέρ, πολιτικών ηγετών με ηθικό και πνευματικό μέγεθος, κληρονόμων μιας μεταπολεμικής ηγεσίας που είχε την σοφία να αποφύγει την παγίδα ενός εμφυλίου, στην οποία η δική μας είχε πέσει με τα μούτρα. Ήταν μια εξιδανικευμένη Ιταλία, βέβαια. Ένας ρομαντικός μύθος, μα όχι εντελώς αβάσιμος. Τα τελευταία 30 χρόνια, αντίθετα, η Ιταλία είναι η χώρα των δυσάρεστων εκπλήξεων για την Ευρώπη και τον κόσμο- για τον εαυτό της προπάντων. Είναι σαν να έγινε μια μηχανή που παράγει, αντί για πολιτικά όνειρα, πολιτικά τέρατα.
Το πρώτο σοκ ήρθε το 1994, όταν ένας μάλλον γελοίος τύπος, με πολλά -αλλά όχι πολύ καθαρής προέλευσης- χρήματα, μεγιστάνας του ποδοσφαίρου και της ελαφριάς τηλεόρασης, θριάμβευσε στις εκλογές. Ο Μπερλουσκόνι υπήρξε ο πρωτοπόρος του σύγχρονου λαϊκίστικου φαινομένου στον κόσμο. Ένα υπόδειγμα της διαπλοκής χρήματος, media, ποδοσφαίρου και πολιτικής, που επέβαλε στην δημόσια ζωή την αισθητική των καναλιών του. Ήταν το πατρόν πζάνω στο οποίο κόπηκε αργότερα το μοντέλο Τραμπ. Ακόμη και η νομιμοποίηση της μετά-φασιστικής ακροδεξιάς, η συμμετοχή της σε συνασπισμούς με την mainstream δεξιά, από τον Μπερλουσκόνι ξεκίνησε. Και της Μελόνι, άλλωστε, η μοναδική κυβερνητική εμπειρία ως τώρα ήταν η σύντομη θητεία της ως υπουργός Νεολαίας σε κάποια από τις πολλές κυβερνήσεις του «Καβαλιέρε».
Το δεύτερο σοκ ήρθε το 2018. Στις εκλογές του Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, δύο «αντί-συστημικά» κόμματα, το Κίνημα 5 Αστέρων, που είχε ιδρύσει ένας δημοφιλής σατιρικός ηθοποιός της τηλεόρασης, και η Λέγκα, που είχε συγκροτηθεί γύρω από το αίτημα αυτονομίας του ιταλικού βορρά από τον φτωχό νότο, συγκέντρωσαν μαζί στις κάλπες λίγο πάνω από 50%. Αν αθροίσουμε και το 14% του μπερλουσκονικού Forza Italia και το 4,4% των Fratelli d’ Italia, οι διαφορετικές εκδοχές λαϊκιστικών σχηματισμών άγγιξαν το 70% του εκλογικού σώματος! Σχηματίστηκε τελικά μια κυβέρνηση στην οποία ενώθηκαν οι δύο αντίρροποι λαϊκισμοί, του βορρά και του νότου, του εθνικιστικού, ακροδεξιού και αντί-μεταναστευτικού λόγου της Λέγκας και του πιο κοινωνικού και «αριστερόστροφου» λόγου των «Αστεριών», με πρωθυπουργό έναν καθηγητή της νομικής χωρίς πολιτική εμπειρία. Το σχήμα άντεξε ένα χρόνο. Αντικαταστάθηκε από μια κυβέρνηση συνεργασίας των 5 Αστέρων με το Δημοκρατικό Κόμμα της κεντροαριστεράς, που άντεξε ενάμισι χρόνο, πριν δώσει την θέση της στην «οικουμενική» κυβέρνηση Ντράγκι, που κι αυτή άντεξε ενάμισι χρόνο, πριν τα κόμματα της δεξιάς και ακροδεξιάς αποφασίσουν να την ρίξουν.
Το τρίτο σοκ είναι αυτό που έρχεται σήμερα. Ένα κόμμα που αποτελεί την «εξευγενισμένη» και «κανονικοποιημένη» εκδοχή του πολιτικού ρεύματος που ίδρυσαν οι επίγονοι του φασισμού και που ως τώρα κινείτο στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, διεκδικεί την πρώτη θέση. Και η χαρισματική αρχηγός του, η Μελόνι, διεκδικεί την πρωθυπουργία. Είχε 4,4% στις προηγούμενες εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις την προβάλουν στο 25% απόψε.
Είναι σαν η πολιτική ζωή της Ιταλίας, τρεις δεκαετίες τώρα, από τότε που διαλύθηκε το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα των δύο πόλων, της Χριστιανικής Δημοκρατίας, μονίμως στην κυβέρνηση, και του Κομμουνιστικού Κόμματος, μονίμως στην αντιπολίτευση, να ζει σε συνθήκες διαρκούς πολιτικής ρευστότητας. Σαν να επαναλαμβάνει έναν κύκλο. Εμφανίζεται ένας θαυματοποιός που υπόσχεται μια μαγική λύση στα άλυτα, δομικά προβλήματα της χώρας. Γίνεται ο εκφραστής της βαθύτερης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Κερδίζει τις εκλογές. Διαψεύδει τις αυταπάτες. Δίνει την θέση του σε κυβερνήσεις πολιτικές ή τεχνοκρατικές (Πρόντι, Μόντι, Λέτα, Ντράγκι), που μαζεύουν την ζημιά, χωρίς να λύνουν το πρόβλημα. Η κοινωνική δυσαρέσκεια επιστρέφει και επενδύει τις ελπίδες της σε έναν καινούργιο θαυματοποιό, ο οποίος αποτυγχάνει. Και ούτω καθ’ εξής. Η Μελόνι είναι η επόμενη φάση του κύκλου, η επόμενη πράξη του δράματος. Μα είναι και η απόδειξη ότι ο κύκλος των θαυματοποιών επαναλαμβάνεται σε όλο και πιο επικίνδυνα ακραία εκδοχή.