Τον περασμένο Δεκέμβριο, Ντράγκι και Μακρόν, υπέγραψαν την Συνθήκη του Κυρηνάλιου, που θεωρήθηκε τότε ότι θα οδηγήσει στην διαμόρφωση ενός ηγετικού τριγώνου σε Ε.Ε. και Ευρωζώνη, με την συμμετοχή της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Δέκα μήνες μετά, η Ε.Ε. -μοιραία και άβουλη- όχι μόνον έχει προεξοφλήσει την αυριανή νίκη της ακροδεξιάς Μελόνι, αλλά διαμηνύει ότι δεν θα πάρει την πρωτοβουλία να αρχίσει εχθροπραξίες με τη νέα κυβέρνηση της Ιταλίας.
Η Ε.Ε. των 27, που έχει στην κυριολεξία παραλύσει μπροστά στον επερχόμενο σκληρό χειμώνα, δεν έχει το περιθώριο να ανοίξει μέτωπο με την Ρώμη και έτσι, εκ των πραγμάτων, αφήνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην διαφαινόμενη διάδοχο του Ντράγκι.
Το 2000, η Γαλλία πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει την πολιτική απομόνωση της Αυστρίας, όταν η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος συμμάχησε με την ακροδεξιά του Χάιντερ.
Το μέγεθος της Ιταλίας, η τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά συγχρόνως και μια από τις υπερχρεωμένες χώρες της Ε.Ε., που μπορεί ανά πάσα στιγμή να δει το κόστος δανεισμού να εκτοξεύεται, διασφαλίζουν ασυλία στην Μελόνι.
Ούτως ή άλλως, η χώρα που μεταπολεμικά απομόνωσε πολιτικά τους νεοφασίστες του Αμιράντε και του MSI, με τα υπόλοιπα κόμματα να αναπροσδιορίζονται ως Δημοκρατικό Τόξο, έχει δεχθεί την ακροδεξιά ως κανονικότητα από το 1994 και την εποχή της συγκρότησης της πρώτης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι, που είχε ως ήσσονες εταίρους την Λέγκα του Βορρά του Μπόσι και την Εθνική Συμμαχία του αυτοπροσδιοριζόμενου ως μεταφασίστα Φίνι.
Εκτός της Ιταλίας, η ακροδεξιά είναι κανονικότητα στην Γαλλία εδώ και δύο δεκαετίες, έχει ισχυρά ερείσματα στην Ανατολική Ευρώπη και πρόσφατα αναδείχθηκε πρώτο κόμμα εντός δεξιού μπλοκ στην Σουηδία. Την ίδια ώρα, είναι μάλλον θέμα χρόνου πότε η Εναλλακτική για την Γερμανία θα σπάσει την σημερινή πολιτική της καραντίνα, αρχής γενομένης από τις εκλογές στα ομόσπονδα κρατίδια.