ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

Λόγια της κάλπης

Αν σε ένα μήνυμα συνέπεσαν οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί, στις εμφανίσεις τους στην σκηνή της Θεσσαλονίκης, ήταν η κοινή τους προσπάθεια να μας πείσουν πως πρέπει να πάρουμε τις επόμενες εκλογές, της απλής αναλογικής, στα σοβαρά. Ως κανονικές εκλογές. Κι όχι ως πρόβα ψήφου δίχως συνέπειες ή ως έναν απλό αγώνα κατάταξης των κομμάτων πριν την δεύτερη αναμέτρηση. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης -που κινδυνεύει, στο σενάριο της «χαλαρής ψήφου», να δει την κάλπη να μετατρέπεται σε δοχείο συλλογής κάθε τύπου οργής, απογοήτευσης, διαμαρτυρίας- προσπάθησε να μας φοβίσει με τον μπαμπούλα της «τερατογένεσης». Με το σενάριο, δηλαδή, του σχηματισμού «κυβέρνησης των ηττημένων», με ανοχή (κάτι περισσότερο από απίθανο) του ΚΚΕ. Ο Αλέξης Τσίπρας πρότεινε το σενάριο μιας «προοδευτικής πλειοψηφίας» στη Βουλή, από την πρώτη Κυριακή, που απαιτεί ένα δύσκολο, τουλάχιστον, 45% στην κάλπη. Και ο Νίκος Ανδρουλάκης -εκείνος που έχει τους σοβαρότερους λόγους να αποφύγουμε τις δεύτερες εκλογές- επανέλαβε πως, αν το ΠΑΣΟΚ καταγράψει ένα ισχυρό ποσοστό, θα μπορεί να επιβάλει προγραμματικούς όρους για τον σχηματισμό κυβέρνησης. 

Όλη η συζήτηση, βέβαια, γίνεται με την ομολογημένη ή ανομολόγητη βεβαιότητα ότι η κάλπη, λίγο πολύ, θα αποτυπώσει τους συσχετισμούς που σήμερα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Ερώτημα πρώτο: Μπορεί αυτή εικόνα να αλλάξει; Μπορεί το δημοσκοπικό προβάδισμα της Ν.Δ., που διατηρείται ακλόνητο από τον Φεβρουάριο του 2016, επί 80 μήνες, να ανατραπεί μέσα στους επόμενους λίγους; Τίποτε δεν αποκλείεται, αλλά θα έπρεπε να μεσολαβήσει κάτι συγκλονιστικό. Θα έπρεπε η κυβέρνηση να διαπράξει ένα μοιραίο λάθος που να τραυματίσει θανάσιμα την εικόνα του σχετικά αποτελεσματικότερου διαχειριστή κρίσεων. Και θα έπρεπε, παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει αυτό που δεν έχει ως τώρα καταφέρει: να απαλλαγεί από την «ρετσινιά» του 2015, που συνεχίζει να τροφοδοτεί, εξασθενημένο έστω, ένα «αντί-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα», που παραμένει ισχυρότερο από το «αντιδεξιό» αντίστοιχο, όπως έδειξε και η έρευνα της Prorata, που μέτρησε ελαφρά περισσότερους όσους δεν θέλουν νίκη ΣΥΡΙΖΑ, από εκείνους που δεν θα ήθελαν επανεκλογή Ν.Δ.

Η λογική πρόβλεψη, λοιπόν, είναι πως, εκτός απροόπτου (αλλά ποιος μπορεί να ξεγράψει το απρόοπτο;) η πρώτη κάλπη δεν θα αλλάξει δραματικά τους σημερινούς δημοσκοπικούς συσχετισμούς. 

Η δεύτερη κάλπη, αν υπάρξει; Συνήθως οι επαναληπτικές εκλογές ενισχύουν το αποτέλεσμα των προηγούμενων. Αλλά καμμιά φορά, στον συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο που μεσολαβεί, συμβαίνουν απρόοπτα. Παράδειγμα: Αν θεωρήσουμε ότι οι ευρωεκλογές του 2019 ήταν κάτι σαν εκλογές με αναλογική, και οι εθνικές εκλογές του Ιουλίου κάτι σαν εκλογές με ενισχυμένη, τι συνέβη στο μεταξύ; Πρώτον, η ήδη μεγάλη αποχή έγινε μεγαλύτερη. Και δεύτερον, περίπου 850.000 ψήφοι, που είχαν διασπαρεί σε μικρούς σχηματισμούς των ευρωεκλογών, μετανάστευσαν στα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πάρει ελαφρώς περισσότερους από αυτούς τους «μετανάστες» κι έτσι καθιερώθηκε ως ο ισχυρός πόλος αντιπολίτευσης, κερδίζοντας κατά κράτος, στο επίπεδο αυτό, όχι την Ν.Δ. μα το ΠΑΣΟΚ. 

Απομένει, λοιπόν, ένα τρίτο και κρισιμότερο ερώτημα: Πόσο πιθανό είναι, με αυτά τα δεδομένα, να προκύψει εν τέλει η ανάγκη να σχηματίσουν εκόντα άκοντα τα κόμματα μια κυβέρνηση συνεργασίας; Αυτό το ενδεχόμενο, με τα σημερινά δεδομένα, είναι πολύ πιθανό. Και ακριβώς για αυτό, προσπάθησε να το εξορκίσει εκείνη η συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου και επιστροφής στον νόμο Παυλόπουλου, που θα έδινε αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα και με ελαφρώς (δύο μονάδες περίπου) χαμηλότερο ποσοστό, απ’ ότι ο ισχύων νόμος.

Ο πρωθυπουργός το απέκλεισε. Ευτυχώς. Πρώτον, γιατί η επιδίωξη «σταθερότητας» δια του εκλογικού νόμου δεν εμποδίζει αληθινές «τερατογενέσεις». Παράδειγμα η Ιταλία, που εγκατέλειψε τον παραδοσιακό της αναλογικό εκλογικό νόμο για πλειοψηφικότερες εκδοχές, αλλά δεν απέτρεψε ούτε την κυβέρνηση Λέγκας και Πέντε Αστέρων το 2018, ούτε θα εμποδίσει μάλλον στις αυριανές εκλογές το ενδεχόμενο ένα μετα-φασιστικό κόμμα να κερδίσει, ως επικεφαλής μιας δεξιάς συμμαχίας. Δεύτερον, γιατί ακόμη και ο υπέρ-ενισχυμένος νόμος Παυλόπουλου μπορεί να έδωσε κάποτε σε ένα κόμμα το 35% των εδρών με το 19% των ψήφων, αλλά σε τέσσερις εκλογές απέτυχε να δώσει αυτοδυναμία. Και τρίτον και σημαντικότερο, γιατί οι νόμοι, που δεκαετίες τώρα εισάγουν ισχυρά πλειοψηφικά στοιχεία στην αναλογική εκπροσώπηση (το 2000, μια διαφορά μόλις 1% μεταξύ πρώτου και δεύτερου, έδωσε στο πρώτο πλειοψηφία 158 εδρών), έχουν ένα τίμημα. Κάνουν το πολιτικό μας σύστημα να λειτουργεί ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, ως παρτίδα «πάρτα όλα», όπου ο νικητής έχει την πλειοψηφία και ο ηττημένος διατηρεί ένα μόνον δικαίωμα: Να προσπαθήσει να κερδίσει την επόμενη φορά. Με κάθε τρόπο. 

Αυτή η συνθήκη είναι που κάνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα το πιο ασυμφιλίωτα ανταγωνιστικό στην Ευρώπη και το λιγότερο ικανό να πετυχαίνει συναινέσεις. Αυτή η συνθήκη, αυτή η ριζωμένη πια κουλτούρα, είναι που εξηγεί γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε τρία μνημόνια αντί ένα και πολλαπλάσιο πόνο για να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα με την Ιρλανδία ή την Πορτογαλία. Επιβιώσαμε παρ’ όλα αυτά δεκαετίες, θα πει κανείς, με αυτό το χούι. Αλλά είναι συνετό, στην εποχή των κινδύνων και των τεράτων που διανύουμε, να συντηρείται αυτή η συνθήκη;

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!