Μια ιδιότυπη εκδοχή του σατυρικού μπεστσέλλερ – μέσων δεκαετίας του΄40,, όταν οι άνθρωποι είχαν βαθύτατη ανάγκη κάτι από χιούμορ, ακόμη και σαρκασμό ώστε να προχωρήσει η ζωή – του Τζώρτζ Μάϊκς (Ούγγρου ανταποκριτή στο Λονδίνο, ο οποίος προτίμησε με τον Πόλεμο να μείνει αυτοεξόριστος στην Μεγάλη, τότε, Βρετανία) με τίτλο “How to be an alien” / «Πώς να είσαι ξένος». Περιγραφή, στην ουσία, του χαρακτήρα και της ιδιοσυστασίας των Άγγλων μέσα από τα μέτρα ενός ξένου, που συνεχώς παραξενεύεται και συνεχώς ανακαλύπτει. που θέλει/προσπαθεί/πασχίζει να καταλάβει και να αφομοιωθεί αλλά… συνειδητοποιεί ότι θα παραμείνει για πάντα ξένος.
Η ελληνική «μεταφορά» αυτής της προσέγγισης κάνει την ακριβώς αντίστροφη διαδρομή: Προέρχεται από την εμπειρία Έλληνα που βλέπει τον τόπο του και τους συντοπίτες του – έχοντας προδήλως γευσθεί σοβαρά τα της Εσπερίας – με τρυφερότητα μεν, αλλά και απόγνωση, σε σημείο να αξιοποιεί, την διατύπωση «Κακομοιράτο του Αιγαίου» (του Βασ. Παπαβασιλείου), πάντως με την συνείδηση ότι σ’ αυτήν την Ελλάδα, την σημερινή/πραγματική κι όχι κάποια κατασκευασμένη/ιδεατή, συρρέουν κάθε χρόνο εκατομμύρια ξένων (τους θέλετε τουρίστες; Τους θέλετε περιηγητές; Τους θέλετε απλώς περιέργους σε αναζήτηση εμπειριών μαζί με τις διακοπές τους;) που «χρειάζονται» έναν οδηγό. Οδηγό του τι είναι και πώς λειτουργεί ο – κατά τον συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα επιλέγει την ανωνυμία/κωδική ονομασία «Εδμόνδος» [παραπέμπει στον Edmond Francois Valentin About, για να έχουμε το πλήρες όνομα, συγγραφέα του “Roi des Montagnes» (1856) όπου περιγραφόταν η αρμονική συνύπαρξη ληστών και χωροφυλακής στην Ελλάδα των μέσων του 19ου αιώνα, αλλά ήδη του πιο περιγραφικού «La Grece contemporaine» (1854)].
Τα «35 μαθήματα», από το πώς κανείς συμβιβάζεται με την οδική μας συμπεριφορά – ημών των Ελλήνων – με ικανή παρουσία αδρεναλίνης στο αίμα μέχρι την εικόνα των νεκρών ζώων (ή και την επιθετική συμπεριφορά των ίδιων ζώων στον δρόμο), από την διαδεδομένη παρουσία των μπάζων μέχρι την διδασκαλία υπομονής για την επιβίωση στην ταβέρνα, από την εικόνα της Ελληνικής γειτονιάς μέχρι την αναμονή στο λιμάνι, πρόκειται κατά βάθος για μια αγωνιώδη προσπάθεια/έκκληση για ξεπέρασμα της αυτοπεριχαράκωσης των σημερινών Ελλήνων – την δική μας, δηλαδή – στην λογική του εξαιρετισμού. Πολύ περισσότερο από οδηγίες επιβίωσης προς ένα ξένο που καλείται να καταλάβει την Ελλάδα, είναι η κατάθεση ενός Έλληνα που πικραίνεται και προσπαθεί να συνεχίσει την ζωή του στην πραγματική Ελλάδα. [Θα ήταν ενδιαφέρον ένα sequel του Αμπού, που θα περιέγραφε π.χ. την Πανεπιστημιακή Αστυνομία να περιφρουρείται από CRS/το γαλλικό αντίστοιχο των ΜΑΤ].
Κατά τον προλογίζοντα Λευτέρη Κουσούλη, η πρόκληση του Εδμόνδου «είναι εξωτερικά ενοχλητική και εσωτερικά λυτρωτική». Σίγουρα, πάντως, αδιάφορη δεν είναι.
Άλλωστε, ο καημένος ο Ροΐδης το είχε προλάβει: «Έκαστος τόπος έχει την πληγή του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς του Έλληνες».
Διόλου τυχαία, το εξώφυλλο αναλύει εικαστικά τον θεσμό της μούντζας…