Ο πόλεμος Ουκρανίας-Ρωσίας κατέδειξε πόσο φτωχή είναι η Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική και πόσο αδύναμη η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού. Χωρίς πραγματικές ελλείψεις φυσικού αεριού (ΦΑ), πετρελαίου και κάρβουνου, οι χονδρικές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν. Η ‘αγορά’ τιμολογεί όλη την παραγωγή ηλεκτρισμού με βάση την τιμή του ακριβότερου καυσίμου, που είναι το ΦΑ, πιέζοντας άδικα τον καταναλωτή και ενισχύοντας ένα μήνυμα ακρίβειας σ’ όλη την οικονομία . Οι αντιδράσεις της ΕΕ, και της Ελλάδας, επικεντρώνονται στην διαχείριση των επιπτώσεων των διογκωμένων τιμών, με επιδοτήσεις τιμών, πλαφόν στις τιμές χονδρικής, αναδιανομή κερδών παραγωγών, και εξετάζουν την διχοτόμηση της αγοράς ηλεκτρισμού σε συμβολαιοποιημένη και ελεύθερη.
Ιστορικά οι αγορές ηλεκτρισμού στην Ευρώπη άρχισαν να δημιουργούνται με τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάτμηση των κάθετα ολοκληρωμένων εταιρειών ηλεκτρισμού, στην δεκαετία του 1980. Στηρίζονταν στην λογική του ανταγωνισμού μεταξύ ορυκτών καυσίμων και μεταξύ των τεχνολογιών αξιοποίησης τους, στο επίπεδο του βραχυπρόθεσμου κόστους παραγωγής. Την δεκαετία του 2000, η ΕΕ διαμόρφωσε, και προώθησε για εθνική εφαρμογή το Target Model, που προέβλεπε ξεχωριστές εταιρείες παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού και χρηματιστηριακού τύπου αγορές χονδρικής. Με την πάροδο του χρόνου το μοντέλο αυτό, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται οικονομικά τις ΑΠΕ, ανέδειξε το ΦΑ στο κυρίαρχο ορυκτό καύσιμο, δεν σηματοδότησε την ανάγκη για διαφοροποίηση των προμηθευτών, δεν διευκόλυνε τις επενδύσεις για μονάδες εφεδρείας ούτε τις διασυνδέσεις μεταξύ χωρών. Τα αποτελέσματα των αδυναμιών του είναι η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό ΦΑ, η παραμονή επιμέρους ημιαπομονωμένων αγορών (Κεντρική Ευρώπη, Ιβηρική, Βόρειες Χώρες, Ιρλανδία, Μάλτα, Κύπρος, Ελλάδα), η περιορισμένη ισχύς σε εφεδρεία και τιμές ΑΠΕ διαζευγμένες από την αγορά ηλεκτρισμού.
Η Ελλάδα, που είναι ένα ενεργειακό νησί μέσα στην Ευρώπη, αντιμετωπίζει προσθέτους κίνδυνους λόγω ισχνών εφεδρειών παραγωγής και αδύναμων ηλεκτρικών διασυνδέσεων, που μπορούν, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, να οδηγήσουν σε διακοπές παροχής. Ο καταναλωτής ηλεκτρισμού, δεν προστατεύεται με επιδοτήσεις, αλλά με ασφάλεια παροχής, με συστηματική προαγωγή των ΑΠΕ και με τιμές που αντανακλούν το μακροπρόθεσμο κόστος μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.
Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση για τον ηλεκτρισμό, με τέσσερεις άξονες, που να εστιάζει στα καίρια ζητήματα που υπονομεύσουν ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα και εμποδίζουν την κίνηση προς το net zero. Πρώτον, πρέπει να αλλάξει άμεσα η λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού, όπως αναλύεται παρακάτω. Δεύτερον, πρέπει να ενισχυθούν και να γίνουν πιο έξυπνα τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής για λόγους ευστάθειας, ταχείας σύνδεσης ΑΠΕ και μείωσης των υψηλών απωλειών. Τρίτον, πρέπει να εισαχθούν κατάλληλα κίνητρα για την κατασκευή εφεδρικών μονάδων, σε αντικατάσταση των λιγνιτικών, πρόσθετων ΑΠΕ και μονάδων αποθήκευσης, για την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος καθώς αυτό θα μεγαλώνει για να καλύψει τις ανάγκες ανάπτυξης της πράσινης οικονομίας. Τέταρτον πρέπει να διευρυνθούν και ισχυροποιηθούν οι διασυνδέσεις με άλλες χώρες, με την βοήθεια ευρωπαϊκών προγραμμάτων, για επάρκεια ισχύος και την ευστάθεια του συστήματος.
Όσον αφορά την ημερήσια αγορά ηλεκτρισμού, πρέπει να συνδεθεί καλλίτερα με το μέλλον και να μην ενισχύει μέσω των τιμών βραχυπρόθεσμα μηνύματα με στρεβλό τρόπο. Δεδομένης της απουσίας ουσιώδους ανταγωνισμού δεν έχει λόγο να παραμείνει χρηματιστηριακή. Η ημερήσια κατανομή φορτίου οφείλει να γίνεται με βάση το μακροπρόθεσμο οριακό κόστος κατασκευής και λειτουργίας των μονάδων παραγωγής, με τις ΑΠΕ στην αγορά μέσω αθροιστών, όπως προβλέπεται και σήμερα, και την παραγωγή ηλεκτρισμού να προηγείται της άρδευσης στις υδροηλεκτρικές μονάδες. Η θετική διαφορά , πέραν ενός ορίου, μεταξύ βραχυπροθέσμου και μακροπροθέσμου λειτουργικού κόστους να καταβάλλεται μόνον σε όσους παραγωγούς υφίστανται τη ζημιά, από ειδικό αποθεματικό που θα συντηρείται από τους καταναλωτές. Σε αυτό το πλαίσιο, η χονδρική τιμή θα αντικατοπτρίζει καλλίτερα το μέλλον, δεν θα έχει βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα και το υψηλό κόστος μιας κατηγορίας παραγωγών δεν θα καθορίζει την λιανική τιμή δι’ αυτής.
Μια πρωτόγονη προσέγγιση εμετρήθη σε συνθήκες πίεσης και ευρέθη ελλειπής. Η Ευρώπη προσπαθεί να διαχειριστεί τα ενεργειακά προβλήματα χωρών με άλλες ανάγκες και διαφορετικά δημοσιονομικά περιθώρια, χωρίς ενιαία κατανόηση και με σαθρή οικονομική λογική. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, οφείλει να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση σε προσαρμογές της πολιτικής της και να προωθεί συστηματικά την δημιουργία κοινών πλαισίων αναφοράς και δράσης, που ενισχύουν την συνοχή και την αμοιβαιότητα στην ΕΕ. Η σχετική ηλεκτρική απομόνωση, της επιτρέπει να αναλάβει έναν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής αντίληψης και πολιτικής για την ενέργεια.
(*) Ο Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων