Μολονότι κυκλοφόρησε μόλις πριν το καλοκαίρι του 2022, το βιβλίου αυτό – γραμμένο από μελετητές του μηντιακού φαινομένου, αλλά και από επαγγελματίες της δημοσιογραφίας σε μια ενδιαφέρουσα, αποδεικνύεται, μείξη και αντίστιξη των προσεγγίσεων και των εμπειριών τους – καλύπτει κυρίως συζητήσεις και ωριμάνσεις της 10ετίας που προηγήθηκε. Και που χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία (για να είμαστε ειλικρινείς) της ψηφιακής εποχής, με ό,τι αυτό σήμανε για τις τεχνολογικές δυνατότητες άσκησης της δημοσιογραφικής λειτουργίας – π.χ. με την επέκταση του άμεσου, του «τώρα-τώρα», ή με την ενσωμάτωση της εικόνας. Ή πάλι για το άνοιγμα στην πλανητική κλίμακα και μάλιστα με υλικό από καθημερινούς ανθρώπους, ή ακόμη για την αγωνιώδη αναζήτηση νέου business model για τις επιχειρήσεις του μαγικού κήπου των μήντια (και, συνακόλουθα, για τον βιοπορισμό των δημοσιογράφων και – στην ακρούλα! – για την ανεξαρτησία γνώμης/κριτικής σκέψης τους).
Κάθε βιβλίο που γράφεται – και συγκροτείται σε ενιαίο σύνολο, αν είναι προϊόν πολλών συμβολών: Εδώ έχουμε 17 πανεπιστημιακούς, ερευνητές, δημοσιογράφους, κυρίως από Ελλάδα και Κύπρο αλλά και από Ολλανδία, Γαλλία ή Βρετανία – και εν συνεχεία τυπώνεται και κυκλοφορεί, πάντα κινδυνεύει να βρεθεί «πίσω από τις εξελίξεις», όταν φθάνει στα χέρια του αναγνώστη. Το συγκεκριμένο έχει αυτοπροστατευτεί απ’ αυτό το προσπέρασμα του χρόνου με δυο τρόπους: Ο πρώτος προκύπτει ήδη από το μείγμα των συμμετεχόντων, που είναι εν μέρει άνθρωποι της πράξης αλλά και οι υπόλοιποι (οι πιο ακαδημαϊκοί) βρίσκονταν κοντά στις μηντιακές εξελίξεις. Αυτό αντικατοπτρίζεται, άλλωστε, και από την εκδοτική απόφαση να οργανωθεί το βιβλίο γύρω από 6+1 προτάσεις, προτάσεις συγκεκριμένες και κατ’ ελπίδα λειτουργικές, για την άσκηση της δημοσιογραφίας στα χρόνια της ψηφιακής κυριαρχίας. Ο δεύτερος τρόπος προστασίας έγκειται στην συνολική επιλογή των συμμετεχόντων, λες και συντονίστηκαν σιωπηρά, να στραφούν βασικά προς το μέλλον και τα προβλήματά του, έτσι που το παρόν χάνεται σαν το νερό στην άμμο: Αυτή, άλλωστε, είναι και η στόχευση των 6+1 προτάσεων, να βρεθούν μπροστά από τις εξελίξεις.
Θα μας επιτραπεί να ξεκινήσουμε από το «+1» των προτάσεων, δηλαδή από την έμφαση στην έννοια της media literacy, του εγγραμματισμού στα Μέσα. Μόνον άμα ο αναγνώστης/τηλεθεατής/ακροατής/χρήστης του διαδικτύου μάθει και συνειδητοποιήσει την ανάγκη να γνωρίζει τα Μέσα που χρησιμοποιεί, να τα αξιολογεί, να αντιλαμβάνεται την αξιοπιστία εκείνου που προσλαμβάνει ως είδηση (ή: Εντάσσει στην ανάγνωσή του ως σχόλιο/άποψη). Πρόκειται για ένα είδος «καθήκοντος νέας εποχής» για τον πολίτη, το οποίο μόνον άμα αρχίσει να καλλιεργείται από μικρή ηλικία – ακριβώς όπως ο κυρίως εγγραμματισμός… – και να αποτελεί αξία κοινωνική, μόνον τότε θα λειτουργήσει αληθινά ως άμυνα και ως μορφή πολιτικής συνειδητοποίησης συνάμα. (Πολιτική = εκείνη που αρμόζει σε πολίτες).
Όμως, στα κεφάλαια του βιβλίου προσεγγίζεται ευθέως, «με τα μάτια ερμητικά ανοιχτά» και το ζήτημα του business model των Μέσων, της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων του χώρου στην ψηφιακή εποχή και του τρόπου με τον οποίο η χρηματοδότηση διασυνδέεται με το μηντιακό «προϊόν». Σ’ αυτά τα πλαίσια αναλύεται, με μια διαφαινόμενη αχτίδα αισιοδοξίας, η ανάγκη και η δυνατότητα φορολόγησης των «γιγάντων του διαδικτύου» (όπου όντως γίνονται βήματα, αλλά ο ανήφορος μακρύτατος), παράλληλα όμως και η αναζήτηση άλλων πηγών χρηματοδότησης, ιδίως για ανεξάρτητους ιστοχώρους.
Ήδη, η σύνθεση των συμμετεχόντων στον τόμο των «6+1 Προτάσεων» άφηνε να διαφανεί η σημασία που δόθηκε εξαρχής στην υπόθεση του εργασιακού καθεστώτος όσων δουλεύουν – διότι μπορεί κατά καιρούς να γίνεται λόγος για δημοσιογραφικό λειτούργημα, όμως η δημοσιογραφία προεχόντως είναι (κι αυτή) μια δουλειά, μια εργασιακή πραγματικότητα! – στα Μέσα της ψηφιακής εποχής και υπό τις συνθήκες εργασίας που εγκαθίδρυσε η εποχή αυτή. Το είδος προτάσεων προκειμένου να μην κυριαρχήσει η λογική του «τα κλικ υπεράνω όλων» προσπαθεί να βρει μια πιο ουσιαστική προσέγγιση από την παραδοσιακά συνδικαλιστική – που η ψηφιακή πραγματικότητα την έχει ούτως ή άλλως περιθωριοποιήσει. Ακόμη και σε κατεύθυνση θεσμοθέτησης ενός Όμπουντσμαν στον χώρο των Μέσων Ενημέρωσης φθάνουν οι προτάσεις. Η πάλη κατά μιας πληροφόρησης που θα κινείται και θα προτεραιοποιείται με βάση αλγοριθμικές επιλογές δεν είναι εύκολη ιστορία…
Σε μιαν άλλη κατηγορία προτάσεων συναντά κανείς την διεξοδική πραγμάτευση του θέματος των δεξιοτήτων τις οποίες χρειάζεται να έχουν – και να ανανεώνουν συνεχώς, άλλωστε – όσοι εργάζονται σήμερα (κι ακόμη περισσότερο αύριο) δημοσιογραφικά. Η κατάρτιση και η διαρκής επανεκπαίδευση, το πώς θα ενταχθεί αυτή στην επαγγελματική διαδρομή και πόσο θα βαρύνει τις μηντιακές επιχειρήσεις, και μάλιστα με μια πραγμάτευση που σ’ αυτό το βιβλίο επιστρατεύει επαγγελματίες του χώρου, ανάγεται σε κομβικής σημασίας πρόκληση. Ενώ, παραδίπλα, εξελίσσεται η άλλη αναμέτρηση: Εκείνη με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Λόγω και της δομής της ομάδας συνεργατών αυτού του βιβλίου, μια ιδιαίτερη διάσταση αφιερώθηκε στο πώς είναι εφικτή (και πώς μπορεί να λειτουργήσει ωφέλιμα για την δημοσιογραφική πρακτική, ακόμη και για την διασφάλιση της ποιότητας και της ανεξαρτησίας στην δημοσιογραφική λειτουργία) η συνεργασία μεταξύ του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και του δημοσιογραφικού κόσμου. Η Βάλια Καϊμάκη επαναφέρει, εδώ, το ερώτημα αν η δημοσιογραφία αποτελεί «τέχνη», και όχι μόνο «επιστήμη» ως αντικείμενο μελέτης…
Στην καταληκτική της παρέμβαση, η Σοφία Ιορδανίδου – συντονίστρια της προσπάθειας, όπως και του Συνεδρίου «Media, Polis, Agora» (του Σεπτεμβρίου 2018, στην Θεσσαλονίκη) από το οποίο προήλθε μεγάλο μέρος των συνεισφορών του τόμου – κάνει μια παρατήρηση που ηχεί κάπως μελαγχολικά: «Ενόσω αναζητούμε λύσεις, μια ειλικρινής ματιά στα προβλήματα που προκύπτουν, καταλήγει να αποτελεί πολιτικό καθήκον».
Μόνο… να μην λειτουργήσει αποστρατευτικά, η αναλυόμενη εγκατάσταση της δημοσιογραφίας στην ψηφιακή πραγματικότητα. Διαβάζοντας αυτό το υλικό, τις αναλύσεις και δίπλα τις προτάσεις, με μάτια Ελλάδας του Σεπτεμβρίου 2022, βλέπει κανείς πόσο επικίνδυνες μπορούν να είναι οι εξελίξεις, πόσο εύκολη η αποστράτευση.