Αυτό που είθισται να λέγεται κι ακούγεται ευχάριστα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δυναμώνει και αναπτύσσεται μέσα από τις κρίσεις της, ισχύει πλην αν/μέχρι να διαψευστεί. Αυτή τη φορά, ο κίνδυνος διάψευσης δεν είναι αμελητέος.
Εν αρχή, περί της ενεργειακής κρίσης. Μπορεί να αντιμετωπιστεί υπό προϋποθέσεις. Μία, να αφεθούν στην άκρη οι ιδεοληψίες: Υπάρχει κερδοσκοπική φούσκα στην αγορά των παραγώγων φυσικού αερίου (ο όγκος των συναλλαγών στο ΤΤF είναι 100πλάσιος από το αέριο που διακινείται στην Ολλανδία, παρατήρησε σωστά ο Κ. Ξιφαράς, της ΔΕΠΑ), αυτό το -εύκολα χειραγωγήσιμο- σύστημα πρέπει να αλλάξει, ώστε οι τιμές να προσεγγίσουν στο πραγματικό κόστος. Δεύτερη, να μπουν λεφτά στο κοινό τραπέζι –στα πρότυπα του Ταμείου αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας. Η Ευρώπη δεν κάνει τίποτα από τα δύο. Λες, μοιραία κι άβουλη περιμένει τον από μηχανής θεό -ή ένα, κάποιο, τέλος.
Παραδέρνει ανάμεσα σε αποσπασματικές, ενίοτε αντιφατικές, ενέργειες, σε ένα διαρκές μπρος-πίσω. Η Κομισιόν της φον ντερ Λάιεν υπνώττει -από το Μάρτιο, όταν η Σύνοδος Κορυφής την κάλεσε να υποβάλει προτάσεις, μόλις τώρα, μετά από 5 μήνες, κατέθεσε κάποιες, κι αυτές εξόχως προβληματικές ή ανεπαρκείς. Ο Σαρλ Μισέλ περιφρόνησε, με αβάστακτη ελαφρότητα, τις εκκλήσεις Ντράγκι για λήψη αποφάσεων τον Ιούλιο. Οι λίγες, επιμέρους αποφάσεις που ελήφθησαν είναι προαιρετικές –όποιος διαφωνεί δεν τις εφαρμόζει. Και καθένα από τα 27 κράτη κάνει ό,τι μπορεί κι ό,τι νομίζει. Η Ευρώπη μένει μακριά από τη Μεγάλη Συμφωνία που οι καιροί θα απαιτούσαν και πλέει με κατεύθυνση τα βράχια. Θα στρίψει το τιμόνι; Είθε.
Πάντως, είναι ήδη αργά για να αποφύγουμε το κόστος της αδράνειας. Η ακρίβεια της ενέργειας έχει διαχυθεί στις ευρωπαϊκές οικονομίες και προκαλεί κύματα γενικευμένων ανατιμήσεων –ίσως μόνο η τιμή της εργασίας μένει σχεδόν καθηλωμένη (ονομαστικά) και μειώνεται (πραγματικά). Μπροστά στην πολιτική παράλυση της Ευρώπης, εκούσα άκουσα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καλείται να κάνει κάτι για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Κι αυτό που μπορεί να κάνει είναι ένα: Να αυξάνει τα επιτόκια για να πιέζει ό,τι μπορεί να πιεστεί, παρόλο που αυτό το εργαλείο είναι χρήσιμο σε συνθήκες υπερβάλλουσας ζήτησης (που δεν υπάρχει) κι όχι όταν για τον πληθωρισμό ευθύνονται προβλήματα στο σκέλος της προσφοράς –όπως σήμερα συμβαίνει.
Ανάμεσα στην ανεπαρκή ευρωπαϊκή ηγεσία και την επιθετική πολιτική της FED, η οποία συμβάλει ώστε η ισοτιμία του ευρώ προς το δολάρια να είναι στα τάρταρα μιας 20ετίας και οι ανατιμήσεις των εισαγόμενων να τροφοδοτούν περαιτέρω τον πληθωρισμό, η Κρ. Λαγκάρντ επιλέγει μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, που θα επιβαρύνουν τα υπερχρεωμένα κράτη, νοικοκυριά, επιχειρήσεις και τις τράπεζες που θα δουν να αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια στο χαρτοφυλάκιό τους. Η συνολική ζήτηση θα περιοριστεί, μαζί θα περιοριστεί κι η -ούτως ή άλλως- ασθενική ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Η ύφεση έρχεται βαθύτερη και πιο νωρίς: Οι αυξήσεις επιτοκίων αποθαρρύνουν τις επενδύσεις που όμως χρειάζονται για να τονωθεί η προσφορά και να πέσουν οι τιμές. Ο φαύλος κύκλος του στασιμοπληθωρισμού.
Δεν είναι ο μόνος κίνδυνος –πίσω του σέρνει έναν άλλο. Όσο η εθνική περιχαράκωση ενισχύεται σε βάρος του ευρωπαϊκού οράματος, όσο υπάρχει έλλειμμα φερέγγυων προτάσεων και δεν διαφαίνονται αξιόπιστες λύσεις σε προοδευτική κατεύθυνση, όσο δηλαδή λείπουν στοιχεία που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και να αναγεννήσουν μαζικά δημοκρατικά κινήματα, θα γίνεται διευρυμένη αναπαραγωγή απόγνωσης και φόβου. Φόβος και απελπισία, είναι κακοί σύμβουλοι. Σε λίγες ημέρες, στις 20 Σεπτεμβρίου, στη γειτονική Ιταλία, το κόμμα του Μουσολίνι θα αναδειχτεί ο μεγάλος νικητής των εκλογών κι η αρχηγός του θα γίνει πρωθυπουργός αυτής της σπουδαίας χώρας.
Λοιπόν, δεν είναι δεδομένο ότι η Ευρώπη δυναμώνει και αναπτύσσεται μέσα από τις κρίσεις της. Θα το έκανε μια Ευρώπη των Φώτων. Αλλά σήμερα στην Ευρώπη σκοτεινιάζει.