ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η καλή νομοθέτηση ως αντίδοτο στην κρίση της νομοθετικής λειτουργίας, του Παναγιώτη Καρκατσούλη, εκδόσεις In Social, Σεπτέμβριος 2022

Αν και τεχνικά η δουλειά αυτή του Παναγιώτη Καρκατσούλη, του ακούραστου «επίμονου κηπουρού» στην μελέτη και επισήμανση των προβλημάτων της δημόσιας λειτουργίας (της Διοίκησης, της νομοθέτησης, της διακυβέρνησης) και στην ανάδειξη δυνατοτήτων βελτίωσης – το πρώτο, τα προβλήματα, εντέλει αναμενόμενη υπόθεση. το δεύτερο, η αναφορά σε λύσεις, πολύ πιο απαιτητικό. η σύνδεση των δυο επιπέδων είναι η αληθινή πρόκληση – παρουσιάζεται στα πλαίσια των Κειμένων Θέσεων στον ιστότοπο InSocial/του Ινστιτούτου για την Σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ως «Κείμενα Θέσεων, αριθ. 8», αποτελεί μια συνοπτική αλλ’ ουσιώδη μελέτη του πώς θα μπορούσε να προσεγγίζεται (και, αφού μπορεί να προσεγγίζεται, να αρχίσει να αντιμετωπίζεται) το δηλητηριώδες δίδυμο της πολυνομίας και της κακονομίας. Ας πούμε… στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, κι ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια, για να μην μείνουμε στην, ελάχιστα χρήσιμη, επανάληψη του στερεοτύπου περί διαχρονικά κακής ποιότητας των νόμων στην Ελλάδα, η οποία μόλις εόρτασε τα 200 χρόνια της.

Ως μελετητής ιδιαίτερα της Δημόσιας Διοίκησης, ο Π. Καρκατσούλης έθετε από νωρίς το ζήτημα της μέτρησης – της μέτρησης της αποδοτικότητας των διαφόρων ρυθμίσεων, ως βάθρου κάθε συζήτησης για τις (κατά καιρούς) μεταρρυθμίσεις: Τον διαβάζαμε στα πρότυπα «Τετράδια της Οικονομίας» της ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ, σε σειρά άρθρων τού 1999-2000 στην κατεύθυνση αυτή. Αυτήν ακριβώς την προσέγγιση – την αναζήτηση του μετρήσιμου – προσάγει εδώ για να προσεγγίσει τον προβληματισμό γύρω από την ποιότητα της νομοθέτησης.

Πέρα από την νομική προσέγγιση που, βασιζόμενη σε καλές προθέσεις και Ευρωπαϊκές νουθεσίες, ξεκίνησε ήδη από το 2001 σχέδια για την «Καλή Νομοθέτηση» (πυρήνας της εποχής Σημίτη, σχέδια που πάγωσαν με την ίδια αποτελεσματικότητα αντιδράσεων που διέλυσε και το Ασφαλιστικό Γιαννίτση…), η προσέγγιση εκείνη προχώρησε σε συστάσεις με εργαλείο πρωθυπουργική εγκύκλιο το 2006 (στιγμές σχεδιασμών της κυβέρνησης Καραμανλή) το 2006, σε καθιέρωση του εργαλείου της «Ανάλυσης Συνεπειών Ρυθμίσεων» στον Κανονισμό της Βουλής το 2010 (μέρες ηλιοφάνειας Κυβέρνησης ΓΑΠ), με τελική ενσωμάτωση στην νομοθετική εργαλειοθήκη με τον Ν. 4048/92 (το μαντέψατε, με πίεση Τρόικας).

Η ίδια η νομοθετική παραγωγή των χρόνων των Μνημονίων, με την εισαγωγή πακέτων νομικών κειμένων εκ μεταφοράς-μεταφράσεως, υπήρξε αληθινή διακωμώδηση της όποιας έννοιας «καλή νομοθέτηση» ή και απλώς «νομοθέτηση» κι έτσι επέπρωτο να συγκαλύψει την γενικότερη άρνηση/αντιμεταρρυθμιστική στάση. Αυτήν που κάνει τον Π. Καρκατσούλη να αξιολογεί – με δωρική λιτότητα – την εφαρμογή του 4048 που προνοούσε για παρακολούθηση της ποιοτικής νομοθέτησης από την Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (επιτελική και εκείνη…) με αντένες στα υπουργεία: «Τα αποτελέσματα της εφαρμογής του νόμου υπήρξαν πενιχρά».  Μετά από τα σχεδόν 10 χρόνια που ακολούθησαν, και αφού υπήρξαν κινήσεις όπως η εισαγωγή μαθήματος περί Καλής Νομοθέτησης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης κοκ, φθάνουμε στον ν. 4622/2021 (ξεκίνημα προς μέσα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη) ο οποίος στήνει νέο, πληρέστερο σύστημα περί την νομοθέτηση. Η τελική – μάλλον: ενδιάμεση – κρίση του Π. Καρκατσούλη για την συνολική αυτή πορεία, είναι: «παρά την ασθενή μεταρρυθμιστική ορμή, σημειώνεται μια ανεπίστρεπτη πρόοδος».

Σημειώνοντας την μείζονα σημασία που έχει η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών για την ίδια την λειτουργία της Πολιτείας – ζήτημα, βέβαια, η μετάφραση από το επίπεδο αρχών σε εκείνο της πράξης: στην Ελληνική κοινωνία, γενικότερα, η εμπιστοσύνη δεν βρέθηκε ποτέ ιδιαίτερα ψηλά στην κλίμακα αξιών! – ο Καρκατσούλης αναδεικνύει την αντιπαράθεση της ποιοτικής νομοθέτησης με την (ριζωμένη) πρακτική του νομικισμού, για να αναλύσει κάτω από αυτό το πρίσμα π.χ. την σημασία μιας (πραγματικής) διαβούλευσης καθώς και το προαπαιτούμενο της (μη-προσχηματικής) διαφάνειας.

Οι προσεγγίσεις του σχετικά με το εργαλείο των Αναλύσεων Επιπτώσεων, με την κατάχρηση των εξουσιοδοτικών ρητρών των νόμων (που, παραδοσιακά, αφήνονται σε εκκρεμότητα αλλά και – όχι σπάνια – οδηγούν και σε αλλοίωση της βασικής ρύθμισης) καθώς και σχετικά με την ακρίδα της νομοθέτησης δια τροπολογιών (η έκφραση δική μας), όλα αυτά συν μια διαδοχή έκτακτων αναγκών ή/και με επίκληση της ανάγκης (η ίδια η πανδημία έδειξε πόσο το σύνορο είναι αβέβαιο, πόσο η προσχηματική επίκληση της ανάγκης παγιδεύει – κι ας περιμείνουμε τώρα την επίπτωση της ενεργειακής κρίσης!...), λειτουργούν ως πρόκληση του Π. Καρκατσούλη προς το πολιτικό σύστημα να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη.

Το γεγονός, δε, ότι δίνει και ένα βαθμολόγιο της ποιότητας της νομοθέτησης –  20 μονάδες για το ίδιο το κείμενο του νόμου, την κατανοητότητά του, την συνοχή και την συγκρότησή του. 20 μονάδες στην προκοινοβουλευτική διαδικασία, ιδίως την ποιότητα της διαβούλευσης. 30 μονάδες για την κοινοβουλευτική διαδικασία, με την ουσιαστική ή μη συζήτηση και την απώθηση ή μη των ακρίδων. 30 μονάδες για την σωστή ή σκολιά εφαρμογή του ψηφισμένου πλέον νόμου – αυτή ακριβώς η δομή αξιολόγησης στερεί όσους θέλουν να θεωρούν εαυτούς μεταρρυθμιστές από την ευκολία του «δεν ήξερα!» όταν εγκαθιστούν, διαχρονικά, την Νομοθέτηση του αντίποδα της «Καλής». Δηλαδή… εκεί που την ξέρουμε.

Πάντοτε αυτή ήταν η προσφορά του Π. Καρκατσούλη – γι’ αυτό και τον κατατάσσουμε στους επίμονους κηπουρούς, που σπανίζουν: Να διατηρεί μεν μια θετική προαίρεση, πλην δείχνοντας το αδύναμα σημεία των συστημάτων και τις αυτοπαγιδεύσεις τους.

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!