Υπάρχουν βιβλία που έχει νόημα να ξεκινήσει κανείς να τα διαβάζει από το τέλος. Ισχύει αυτό και προκειμένου περί του ιδιαίτερου εκείνου είδους που αποτελούν τα συλλογικά έργα (άλλοτε πιο αυστηρά επιστημονικά/κλειστά, άλλοτε αποδεχόμενα το ρίσκο να απευθυνθούν σ’ ένα ευρύτερο κοινό) που ήταν παλιότερα γνωστά ως «Τιμητικοί Τόμοι»/Festschriften για σημαντικές φιγούρες επιστημονικών κλάδων, όταν ολοκλήρωναν μια σημαντική διαδρομή. Ισχύει λοιπόν αυτό – κατεξοχήν – για το «Μετασχηματισμός της Ευρώπης», μεταφορά στα ελληνικά του «Europe’s Transformation: Essays in honour of Loukas Tsoukalis», Oxford UP 2021, το οποίο έρχεται να παρακολουθήσει – με αφορμή την ακαδημαϊκή πορεία, τις θεματικές ενασχολήσεις και την γενική τοποθέτηση του Λουκά Τσούκαλη στα ευρωπαϊκά πράγματα – τη συνολική διαδρομή των ίδιων των ευρωπαϊκών εξελίξεων στην τελευταία ιδίως στροφή τους.
Πράγματι, θα ενθαρρύναμε τον αναγνώστη να ξεκινήσει την περιδιάβασή του με το καταληκτικό κείμενο – εκείνο του φιλοσοφημένου Ευρωπαϊστή Φλαμανδού/Βέλγου Χέρμαν βαν Ρομπάϊ (πρώην Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όταν ο εν λόγω θεσμός έκανε τα πρώτα του βήματα, γνώριμου και λόγω των επιδόσεών του στην συγγραφή χαϊκού…). Μην παραλείποντας το ερωτηματικό στον τίτλο του «Επιτρέπεται ακόμη να ονειρευόμαστε;» το κείμενο αυτό συνοψίζει και διατυπώνει την εκτίμηση ότι το «ευρωπαϊκό καραβάνι θα συνεχίσει την πορεία του» προς «μια ακόμη πιο στενή Ένωση», και τούτο διότι η τελευταία «αποτελεί αναγκαιότητα στο νέο κόσμο που ζούμε».
Ανταποκρίνεται κατά ενδιαφέροντα τρόπο η απεικόνιση αυτή, μελλοντοστραφής και αισιόδοξη –όχι όμως ονειρικά, αλλά στα πλαίσια ενός ρεαλιστικού ευρωπαϊσμού– στην πορεία του ίδιου του Λουκά Τσούκαλη, τον οποίο και τιμά ο συλλογικός τόμος. Γιατί, ερευνητής στο ξεκίνημά του και με προσγείωση στην πραγματικότητα (κάτι που δεν χαρακτήρισε πάντοτε τους ευρωπαϊστές…), με μια διαδρομή που συνδέθηκε τόσο με τη συνεχή αξιολόγηση της πορείας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (ενσωματώνοντας και την αγγλοσαξονική/διεθνοπολιτική ματιά) όσο και με συμβουλευτική λειτουργία στους ευρωπαϊκούς θεσμούς/στο «σύστημα των Βρυξελλών», παρακολούθησε – και προσπάθησε να επηρεάσει – τις διαδοχικές φάσεις εξέλιξης και κρίσιμων συγκυριών που διήλθε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Με θέση/θέσεις υπέρ της ενοποιητικής διαδικασίας, όχι όμως άκριτα και με τη (διόλου σπάνια) «θεολογική» προσέγγιση στην έννοια της «περισσότερης Ευρώπης» που θεωρείται κατά καιρούς λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Έτσι που έρχεται σε μια στιγμή όπου η ΕΕ βρίσκεται πάλι αντιμέτωπη με τον εαυτή της – είναι αληθινά κρίμα που ο τόμος δεν μπόρεσε να ενσωματώσει ουσιαστικά την τωρινή μείζονα γεωπολιτική/ενεργειακή/οικονομική κρίση! – το υλικό αυτό των δοκιμίων που παρακολουθούν, με μελλοντοστραφή διάθεση, τους μετασχηματισμούς της Ευρώπης, δηλαδή την αποδοχή της κίνησης, δηλαδή την προσαρμογή στην πραγματικότητα, προσλαμβάνει πρόσθετο ενδιαφέρον. Αρκεί να κρατήσει κανείς στο ραντάρ του την προσέλευση (και) του Καγκελάριου Σολτς στην πρόταση που ανακίνησε ο Πρόεδρος Μακρόν για την μια πορεία προς «Πολιτική Ένωση». με όχι-απόλυτα-προσδιορισμένο-ακόμη-περιεχόμενο, σίγουρα όμως ως προδιαγραφή μέλλοντος…
Το ναρκοπέδιο της κλιματικής κρίσης επισκέπτεται τόσο ο (πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας) Ενρίκο Λέττα όσο και –λιγότερο αναμενόμενο– ο Χέρμαν βαν Ρομπάϊ. Παράλληλα, το λιγότερο αναγνωρίσιμο ως ναρκοπέδιο ζήτημα του πώς θα επενεργήσει η ψηφιακή μετάβαση, προσεγγίζεται ως βραχίονας ισχύος μεν από τον (πανεπιστημιακό, μέλος της Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου για τη μελέτη των επιπτώσεων της πανδημίας) Αντρέ Σαπίρ, αλλά με αρκετά πιο επιφυλακτικό τρόπο από τον Λέττα. Ο οποίος, μάλιστα, επιλέγει να επισημάνει την πρόκληση του «δεοντολογικού και φιλοσοφικού» (πέραν του νομικού) προβλήματος που ανακύπτει με την ψηφιακή πραγματικότητα, όταν με το αμερικανικό μοντέλο («πρώτα η αγορά») και με το κινεζικό («πρώτα το Κράτος») επιχειρήσει να αντιπαρατεθεί ένα μοντέλο ουμανιστικό, σε μια λογική «πρώτα το άτομο».
Περισσότερο παραδοσιακή η προσέγγιση των οικονομικών πτυχών του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπου παρακολουθεί κανείς νοσταλγικά την Μπρίγκιτ Λάφφον (του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας) να επιλέγει μια προσέγγιση Κέντρου-Περιφέρειας προκειμένου να αναλύσει την φιλοδοξία και τους περιορισμούς των διαδοχικών διευρύνσεων και του ίδιου του εγχειρήματος της Ευρωζώνης. Ενώ ξαναβλέπει την θεωρητική προσέγγιση της «ολοκλήρωσης μέσα από τις κρίσεις» κατά Τζώρτζη Παγουλάτο (του ΕΛΙΑΜΕΠ) έτσι που η Ευρώπη έρχεται σε τριβή με την συνεχώς πιο απαιτητική πραγματικότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην προσέγγιση του Βόλφγκανγκ Βέσσελς (του Ινστιτούτου για την Τουρκία και την ΕΕ στην Κολωνία, παλιότερα του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Πολιτικής) για την μετατόπιση της θεσμικής ισορροπίας στην ΕΕ, που έδωσε «μετασχηματιστικό ρόλο» στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο/στους αρχηγούς κυβερνήσεων και κρατών. Για όσους προτιμούν μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση της «κοινοτικής μεθόδου», ας σημειωθεί ότι ο θεσμός αυτός είναι που κατέληξε στο Ταμείο Ανάκαμψης και στην αμοιβαιοποίηση του χρέους, ενώ η τωρινή απουσία του στα ενεργειακά/γεωοικονομικά είναι που προβληματίζει…
Και φθάνουμε στην κυρίως συζήτηση γύρω από την θέση της ΕΕ στο παγκόσμιο σύστημα/στους συσχετισμούς ισχύος όπου αναζητείται η διαβόητη – ιδιαίτερα μετά την τραγωδία της εισβολής στην Ουκρανία και την επανεγκατάσταση του πολέμου στην Ευρώπη – «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης. Μπορεί, το επισημαίνει η Ναταλί Τότσι (σύμβουλος του ΄Υπατου Εκπροσώπου Μπορέλ), να θυμάται κανείς τον Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ διακηρύσσοντας το 2018 ότι «η ώρα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας έφτασε», αλλά δεν παραλείπει και να καταγράψει ότι «χώρες όπως το μικρό Λουξεμβούργο, η μικρή Ισπανία, ή ακόμη και η μικρή Γαλλία και η Γερμανία τι μπορούν να κάνουν; Ελάχιστα πράγματα. Στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας, το μέγεθος είναι πού μετρά» . Αυτή η παραδοχή, μαζί και με το «η άσκηση της ευρωπαϊκός ισχύος δεν μπορεί να έχει γεωπολιτικό χαρακτήρα όπως συμβαίνει με την Ρωσία του Πούτιν ή την Κίνα του Σι», ηχεί εξαιρετικά διδακτική – ειδικά τώρα, «μετά την Ουκρανία».
Απ’ εκεί, μέχρι τη συζήτηση για την πολιτική ένωση και την υπέρβαση της ομοφωνίας κατά Μακρόν/Ντράγκι/Σολτς, ένα βήμα. Όμως… τι βήμα! Και πού οδηγεί ένας τέτοιος περαιτέρω μετασχηματισμός;