Η έκρηξη στην τιμή του φυσικού αερίου αφύπνισε επιτέλους την Ευρώπη. Έτσι, ηγέτες και υπουργοί διαγκωνίζονται πλέον για το ποιος θα υπερθεματίσει ως προς την ανάγκη εξεύρεσης κοινής ευρωπαϊκής λύσης στο πρόβλημα. Οι περισσότεροι βέβαια από αυτούς, με πρώτους τους Γερμανούς αλλά, δυστυχώς, και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέχρι χθες αρνούνταν ακόμη και να συζητήσουν μια τέτοια προοπτική. Μια προοπτική της οποίας απελπισμένοι θιασώτες είχαν μείνει μόνο ο Μάριο Ντράγκι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφού οι Ισπανοί και Πορτογάλοι είχαν «βολευτεί», έστω και βραχυπρόθεσμα, με τη δυνατότητα που κατ’ εξαίρεση τους δόθηκε για επιβολή πλαφόν στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Συζητούνται διάφορες δυνατότητες ή και συνδυασμοί τους για μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση. Στο επικείμενο έκτακτο συμβούλιο υπουργών Ενέργειας θα γίνει μια πρώτη συζήτηση, χωρίς βέβαια πρόταση της Επιτροπής, η οποία αμέριμνα παίρνει τον χρόνο της και υπόσχεται πρόταση στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οριστικές αποφάσεις όμως δεν πρέπει να αναμένονται πριν το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 6-7 Οκτωβρίου, αν όχι και το τακτικό στις 20-21 του ίδιου μήνα, και τούτο επειδή η όποια απάντηση θα απαιτήσει γενναία χρηματοδότηση, για την οποία μόνο στο επίπεδο των ηγετών των κρατών-μελών μπορεί να ληφθεί απόφαση.
Η κρισιμότητα της κατάστασης έκανε να αναθαρρήσουν όσοι στην αρχή της κρίσης υποστήριζαν τη δημιουργία ενός νέου ταμείου ενεργειακής κρίσης, κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης που συστάθηκε για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Και αυτό θα ήταν σαφώς η καλύτερη λύση. Εν τούτοις, και παρά την αυξανόμενη πίεση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι «καθαροί συνεισφέροντες» στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό θα δεχθούν, ειδικά στην παρούσα δυσμενή οικονομική συγκυρία, μια λύση που θα αυξάνει τη συνεισφορά τους, αλλά και μια λύση που de facto θα «μονιμοποιεί» λύσεις τύπου Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή κάτι που πάση θυσία θέλουν να αποτρέψουν. Ως εκ τούτου είναι χρήσιμο, αν όχι και αναγκαίο, να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις.
Μια τέτοια λύση θα ήταν να μετατραπούν σε επιχορηγήσεις τα «αζήτητα» (και ήδη υπό μεταφορά στο REPowerEU) 225 δισ. ευρώ δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Η λύση αυτή έχει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα που την καθιστούν πιο «εύπεπτη» από όλους:
Το αναπόφευκτο μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι ότι απαιτεί τροποποίηση της απόφασης της 14ης Δεκεμβρίου 2020 για τους ιδίους πόρους, μόνο όμως κατά το μέρος της που προβλέπει τη σχέση 390/360 μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αλλά και αυτή η τροποποίηση απαιτεί έγκρισή της από τα 27 κοινοβούλια των κρατών-μελών και έχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί ως «όμηρος» από κάποια κράτη-μέλη όπως έγινε το 2020. Το ίδιο πρόβλημα όμως (ομόφωνη αποδοχή από τα 27 κράτη-μέλη της αύξησης του πολυετούς προϋπολογισμού και αποδοχή της αύξησης του ceiling ιδίων πόρων από τα εθνικά κοινοβούλια) θα υπάρχει, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό, και σε οποιαδήποτε άλλη λύση που θα περιλαμβάνει πρόσθετη χρηματοδότηση.
Η προτεινόμενη λύση θα γινόταν ακόμη πιο «εύπεπτη» αν η ούτως ή άλλως αναθεωρούμενη απόφαση για τους ιδίους πόρους περιλάμβανε και εισαγωγή κάποιων νέων ιδίων πόρων (από αυτούς που ήδη είναι υπό εξέταση ή και άλλους), μειώνοντας έτσι ή και μηδενίζοντας την μελλοντική άμεση επιβάρυνση των «καθαρών συνεισφερόντων» στον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Η πρόταση αυτή αφαιρεί βέβαια τα 225 δισ. δανείων από το πρόγραμμα REPowerEU, το οποίο όμως ακόμη περιμένει την προώθησή του προς συζήτηση. Επί πλέον, οι δράσεις του προγράμματος αυτού έχουν μεσο-μακροπρόθεσμη προοπτική, σε αντίθεση με τον κατεπείγοντα χαρακτήρα που πρέπει να έχει μια κοινή απάντηση στην εκρηκτική άνοδο των τιμών ενέργειας. Επειδή δε η χρηματοδότηση του REPowerEU θα εκτείνεται σε πολλά χρόνια, μια λύση θα ήταν η κάλυψη του ποσού αυτού από δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (των οποίων οι όροι είναι επίσης ευνοϊκοί, έστω και αν υπολείπονται αυτών του Ταμείου Ανάκαμψης).
Στο φόρουμ των Δελφών, ο πρωθυπουργός είχε προτείνει να χρησιμοποιηθούν τα «αζήτητα» δάνεια με «δημιουργικό» τρόπο. Δεν ξέρουμε αν εννοούσε την παραπάνω πρόταση ή κάτι άλλο. Δεν θα ήταν όμως άσκοπο να την εξετάσει και ενδεχομένως να τη συμπεριλάβει στις εφεδρείες του στην περίπτωση που άλλες, πιο φιλόδοξες, προτάσεις δεν ευδοκιμήσουν.