ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

«Καινοτομία και βιομηχανικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα, 1950-1973: Διαδεδομένοι μύθοι και αφανείς αλήθειες», του Λευτέρη Αναστασάκη, πρόλογος: Γιάννης Στουρνάρας, αντί επιλόγου: Παναγής Βουρλούμης, Εκδόσεις economia, Αθήνα 2021

Σε τρία επίπεδα εξελίσσεται το βιβλίο αυτό του Λ. Αναστασάκη, αποτελώντας -κι ας ξεκίνησε από διδακτορική διατριβή που, ωστόσο, στην τωρινή μορφή του αποτελεί ζωντανό αφήγημα –εκείνο που στην ξένη εκδοτική πιάτσα αποκαλείται book with a mission.

Το πρώτο επίπεδο συνίσταται στο να αναδείξει το πώς μικροεφευρέσεις και βελτιώσεις χωρίς πατέντα δημιούργησαν τις συνθήκες μετασχηματισμού και ακμής της μεταποίησης στην Ελλάδα των μεταπολεμικών δεκαετιών  (σε μια εποχή που οι εισαγωγές εξοπλισμού ήταν και περιορισμένες και δύσκολες). Από την επεξεργασία, επίσης, ισολογισμών και γενικότερων στατιστικών προκύπτει ότι η σπάνις δανειακών κεφαλαίων έκανε τις επενδύσεις της εποχής εκείνης να χρηματοδοτούνται είτε από ίδια κεφάλαια των ιδιοκτητών, είτε πάλι από μη διανεμόμενα κέρδη που άγονταν σε επενδύσεις.

Την προσέγγιση αυτή ο Λευτέρης Αναστασάκης την συναρθρώνει με την διερεύνηση του πώς 6 βιομηχανικοί κλάδοι – τσιμέντα, χάλυβας, κλωστοϋφαντουργία, πλαστικά, ναυπηγεία, λευκές οικιακές συσκευές – με 7 εταιρείες να αναλύονται (Τιταν, ΑΓΕΤ, Χαλυβουργική, Πειραϊκή-Πατραϊκή, Πετζετάκης, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΙΖΟΛΑ), λειτούργησαν τα χρόνια άνθησης της μεταποίησης στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Το δεύτερο επίπεδο ομολογείται εξαρχής, από τον υπότιτλο του βιβλίου: «Διαδεδομένοι μύθοι και αφανείς αλήθειες». Ήδη με την αναφορά που κάναμε στην συνεισφορά εγχώριων τεχνολογικών βελτιώσεων στην δημιουργία/αναβάθμιση της μεταπολεμικής βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και στην χρηματοδότησή της μέσα από ίδια κεφάλαια και αδιανέμητα κέρδη που έχτιζαν επενδύσεις, προκύπτει η προσπάθεια διάψευσης/απώθησης δυο θεωρούμενων «μύθων» γύρω από την τότε βιομηχανία: ότι δεν ενσωμάτωσε αξιόλογη καινοτομία, αλλά και ότι υπήρξε κρατικοδίαιτη/επιδοτησιοβίωτη. Αμφότερες αυτές οι προσεγγίσεις κυριάρχησαν στον πολιτικό λόγο εν συνεχεία (ή και οικοδομήθηκαν στην δεκαετία του΄60 ήδη). Όμως και η πεποίθηση ότι οι επιχειρήσεις της εποχής δεν επένδυσαν σε κατάρτιση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού τους, ή πάλι ότι η μισθολογική/εισοδηματική προσέγγισή του υπήρξε αποκαρδιωτική, επιχειρείται από τον Γ. Αναστασάκη να αποδομηθεί. Φθάνοντας σε ζητήματα όπως η δημιουργία συστημάτων κοινωνικής μέριμνας ή η χειραφέτηση των γυναικών. Εδώ, στην φαρέτρα του διαθέτει το ότι αξιοποιεί στην δουλειά του πρόσβαση σε επιχειρηματίες  οι οποίοι είχαν, πέρα από τα στοιχεία, να καταθέσουν άμεσες προσωπικές εμπειρίες. Επίσης , η πρόσβασή του σε αρχεία – δημόσια προσβάσιμα αλλά και ιδιωτικά – διευρύνει το πεδίο. Ακόμη περισσότερο, όμως, ο Αναστασάκης ενσωματώνει την φωνή μεσαίων στελεχών και όχι μόνον του κορυφαίου μάνατζμεντ/της ιδιοκτησίας. Με βάση αυτό το υλικό φέρνει τις καταθέσεις που συλλέγει σε τριβή με την πορεία των ίδιων των επιχειρήσεων.

Το τρίτο επίπεδο έγκειται στην ανάδειξη της ευρύτερης χρησιμότητας που έχει η σε επίπεδο επιχειρηματικών μονάδων μελέτη και προσέγγιση της βιομηχανικής εξέλιξης στην Ελλάδα – εδώ: της μεταπολεμικής περιόδου (πλην… μέχρι το 1973, όπου ούτως ή άλλως προκύπτει η μεγάλη καμπή, προς τα κάτω). Αυτό το στοιχείο, που ουσιαστικά αποτελεί και υπεράσπιση της μεθοδολογικής προσέγγισης Αναστασάκη, αναδεικνύει προλογικά ο Γιάννης Στουρνάρας παρεμβαίνοντας περισσότερο ως πανεπιστημιακός παρά ως Διοικητής ΤτΕ, όταν επισημαίνει όχι απλώς την «αμφισβήτηση της καθεστηκυίας άποψης» αλλά και την «διεύρυνση γνωστικών πεδίων σε έρευνες που θα μπορούσαν να βασιστούν στην μελέτη [αυτή]» και να πάνε παραπέρα τα ερωτήματα που τίθενται.

Βέβαια, η καταληκτική χρονική τομή του 1973 αφήνει «εκτός» της συζήτησης την φάση της φθοράς και εν τέλει της απαξίωσης της Ελληνικής βιομηχανίας. Οι τρεις μείζονες αναταράξεις της επόμενης δεκαετίας – ενεργειακό σοκ, πληθωρισμός και συναλλαγματική περιπέτεια και αποικοδόμηση της προστασίας λόγω ΕΟΚ – δημιούργησαν ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο. Που θα κάνει τον αναγνώστη, ασφαλώς, να ευχηθεί μια συνέχιση αυτού του είδους της μελέτης όχι με λογική sequel, αλλά επαλήθευσης/διάψευσης του πυρήνα του επιχειρήματος υπό συνθήκες πλου στην τρικυμία της ανοιχτής θάλασσας.

Όντως από τις 7 «βιογραφούμενες» επιχειρήσεις, μόνον 2 – Τιταν και ΑΓΕΤ – έχουν επιβιώσει: ο μεν Τιταν επειδή κατόρθωσε και απέκτησε ο ίδιος διεθνές αποτύπωμα  (και ευτύχησε σε επίπεδο μάνατζμεντ , διαχρονικά), η δε ΑΓΕΤ διότι πρώτα αφού έζησε την κρίση της κρατικοποίησης περιήλθε περιπετειωδώς (Calzestruzzi, Lafarge, Holaim) στο διεθνές κύκλωμα τσιμέντου.

Όπως παρατηρεί – Τολστοϊκά/ «Άννα Καρένινα» – ο Παναγής Βουρλούμης, η πτώση της ελληνικής βιομηχανίας θυμίζει το «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες, η κάθε δυστυχισμένη δυστυχεί διαφορετικά». Η μελέτη της πτώσης μπορεί όμως να φέρει πολύτιμα γενικότερα διδάγματα, και αυτή. (Βέβαια… ποιος αφηγείται, εκ των πρωταγωνιστών, αστοχίες; «η βιομηχανία δεν συγχωρεί τσαπατσουλιές και ωχαδερφισμό, ιδίως όταν ο ανταγωνισμός είναι διεθνής» (Βουρλούμης).

Το διάβασμα αυτής της δουλειάς του Λευτέρη Αναστασάκη θα κινήσει το ενδιαφέρον και όσων έζησαν – υπό διάφορες μορφές – την εμπειρία της Ελληνικής βιομηχανίας, και όπως την γνώρισαν από απόσταση, από αφηγήσεις, ακόμη και από στερεότυπα. Αποτελεί όμως πειρσσότερο ένα στοίχημα, μιαν αρχή. που αναμένει την συνέχεια.

 

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!