ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΑΡΘΡΑ
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ

 Ίπποι, φτερωτοί και δούρειοι

Έχουν περάσει κοντά δέκα χρόνια από τότε. Η καγκελάριος Μέρκελ διάβασε μια μέρα στο περιοδικό Spiegel ότι το προσωπικό της τηλέφωνο ήταν ανάμεσα σε εκείνα που είχε παγιδεύσει και παρακολουθούσε η NSA, η αμερικανική υπηρεσία εθνικής ασφαλείας. Λίγες ώρες αργότερα, ο Γερμανός σύμβουλος εθνικής ασφαλείας έκανε ένα οργισμένο τηλεφώνημα στην αμερικανίδα ομόλογό του, την Σούζαν Ράις. Ο πρόεδρος Ομπάμα δεν το γνώριζε, δεν το ενέκρινε και, πάντως, κάθε παρακολούθηση έχει σταματήσει- τον διαβεβαίωσε εκείνη, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Washington Post εκείνων των ημερών. Η διαβεβαίωση δεν έκανε διόλου ευκολότερο το τετ α τετ Μέρκελ- Ομπάμα που ακολούθησε. Η καγκελάριος, αφού πρώτα είχε απολύσει τον υπουργό της των εσωτερικών, οι υπηρεσίες του οποίου δεν είχαν καταφέρει να την προστατεύσουν, κατηγόρησε τον Αμερικανό Πρόεδρο ότι διαθέτει μια «νέα Στάζι» (έτσι ακριβώς!) που, επιπλέον, είναι ανίκανη να προστατεύσει τα μυστικά της απο διαρροές.

Ήταν 2013. Τον Ιούνιο εκείνου του χρόνου, ένας πρώην υπάλληλος μιας ιδιωτικής εταιρείας που συνεργαζόταν με την NSA ως εργολάβος σε προγράμματα παρακολουθήσεων, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, είχε δώσει στην δημοσιότητα χιλιάδες απόρρητα έγγραφα, με τα προϊόντα των αμερικανικών υποκλοπών. Ήταν ένα διπλό σοκ. Πολιτικό, καθώς αποκαλύφθηκε ένα πρωτοφανώς εκτεταμμένο, παγκόσμιο δίκτυο παρακολουθήσεων, θύματα του οποίου ήταν ακόμη και ηγέτες συμμαχικών χωρών. Μα προπάντων τεχνολογικό, καθώς για πρώτη φορά εμφανιζόταν χειροπιαστό εμπρός μας αυτό που ως τότε ακούγαμε ως  σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Η εποχή των «έξυπνων κινητών», των κινητών που μπορούν να «τρέχουν» μυριάδες εφαρμογές μυριάδων ανεξάρτητων κατασκευαστών- που εγκαινιάστηκε το 2007 από τον Στιβ Τζομπς- είχε αλλάξει το αρχαίο παιχνίδι των υποκλοπών, με δύο αντίρροπους τρόπους. Από τη μια με την ανάπτυξη εφαρμογών που κρυπτογραφούν τις επικοινωνίες και εμποδίζουν αποτελεσματικά την κλασσική «υποκλοπή», την παλιά «συνακρόαση». Και από την άλλη, με την ανάπτυξη νέων, εξελιγμένων τεχνολογιών υποκλοπής που λειτουργούν ως δούρειοι ίπποι. Βρίσκουν ανοιχτές πόρτες, εισβάλουν στην συσκευή και αποκτούν τον πλήρη έλεγχό της. Κι έτσι, επιτρέπουν σε κάποιον όχι απλά να ακούει τι λες ή να διαβάζει τα μηνύματά σου, αλλά και να ανακτά τους κωδικούς σου και τα ίχνη σου στο διαδίκτυο, να ξέρει ανά πάσα στιγμή που βρίσκεσαι και να σε καταγράφει με το μικρόφωνο και την κάμερα του τηλεφώνου σου, χωρίς να το ξέρεις.

Όταν ξέσπασε εκείνο το σκάνδαλο, το 2013, όλοι πίστευαν ότι αυτές οι εφιαλτικές τεχνολογικές δυνατότητες μαζικών παρακολουθήσεων ήταν, τουλάχιστον, στην διάθεση των υπηρεσιών ασφαλείας λίγων, μεγάλων και πανίσχυρων χωρών. Τρία χρόνια αργότερα, ανακαλύπταμε ότι ο εφιάλτης είχε «εκδημοκρατιστεί». Ένα απόκρυφο οικοσύστημα ειδικευμένων εταιρειών εμπορευόταν τις προηγμένες τεχνολογίες υποκλοπής σε όποιον είχε να διαθέσει τα χρήματα για να τις «ενοικιάσει». Μικρά κράτη και μεγάλες επιχειρήσεις είχαν αποκτήσει δικαίωμα χρήσης των νέων λογισμικών παρακολούθησης. Έτσι προέκυψε, το 2016, ένα δεύτερο μεγάλο σκάνδαλο παρακολουθήσεων, το σκάνδαλο Pegasus -από το όνομα του φτερωτού αλόγου της μυθολογίας, όπως είχε βαφτίσει το λογισμικό της η Ισραηλινή NSO,  με πελάτες δεκάδες υπηρεσίες ασφαλείας αλλά και επιχειρήσεις πολλών (και Ευρωπαϊκών) χωρών και θύματα δεκάδες στελέχη επιχειρήσεων, πάνω από 600 Ευρωπαίους πολιτικούς και κοντά 200 δημοσιογράφους κι άλλους τόσους ακτιβιστές. Το «δικό μας» Predator είναι μια παραλλαγή του ίδιου εφιάλτη.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η δημοκρατική Ευρώπη προσπαθεί να βρει μια λύση στο πρόβλημα. Πώς να προστατευθούν οι πολίτες και οι θεσμοί της δημοκρατίας απέναντι σε αυτήν την εκδοχή «κατασκοπευτικού καπιταλισμού», όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά ο διάσημος όρος της Σοσάνα Ζούμποφ; Υπάρχουν φίλτρα για τον δημοκρατικό έλεγχο των τεχνολογιών της διαρκούς επιτήρησης;

Μήπως πρέπει να απαγορευθούν, να κηρυχθούν παράνομα όλα αυτά τα εξελιγμένα λογισμικά υποκλοπών; Αλλά ποιος και πως θα εφαρμόσει αποτελεσματικά την απαγόρευση; Ποιος και πως θα εμποδίσει τις «αυταρχικές δημοκρατίες», που ανθούν ακόμη και εντός ευρωπαϊκής οικογένειας, να κάνουν ουρά στην πόρτα των εμπόρων των υποκλοπών; Αν απαγορευτούν οι Πήγασοι και τα Αρπακτικά, πως θα μπορούν οι υπηρεσίες ασφαλείας των δημοκρατιών να παρακολουθούν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους πολλαπλασιαζόμενους κινδύνους χωρίς αυτά;

Κι αν συνεχίσει να επιτρέπεται η χρήση και εμπορία τους, ποιος θα εξασφαλίσει ότι η επιστράτευσή τους θα περιλαμβάνει όχι μόνον εξωτερικούς εχθρούς αλλά και εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους, ενοχλητικούς δημοσιογράφους ή ανυποψίαστους πολίτες; Μπορούμε να εφεύρουμε και να επιβάλουμε μια αποτελεσματική και εφαρμόσιμη ρύθμιση που να ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη της ασφάλειας και την υπέρτερη ανάγκη της προάσπισης των δικαιωμάτων που αποτελούν την ουσία της δημοκρατίας; Ή είμαστε καταδικασμένοι να δεχόμαστε εκπτώσεις δημοκρατίας, στο όνομα της υπεράσπισής της από τους (πολλούς) εχθρούς της; Νέα ερωτήματα που προστίθενται στα κλασσικά και αναπάντητα του δημοκρατικού ελέγχου των μυστικών υπηρεσιών ενός δημοκρατικού κράτους.

Στο περιβάλλον τέτοιων μεγάλων, οικουμενικών διλημμάτων και αγωνιών, η περίπτωση των ελληνικών υποκλοπών, η απόπειρα παγίδευσης του τηλεφώνου ενός ευρωβουλευτή και πολιτικού αρχηγού με ένα τέτοιο σκοτεινό όπλο και η παράλληλη παρακολούθησή του από την ΕΥΠ, θα ήταν απίθανο να μην ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Περιττεύουν οι θεωρίες συνομωσίας για να εξηγηθεί το ενδιαφέρον αυτό. Και, επιπλέον, σε αυτό το διεθνές περιβάλλον θα ήταν μοιραία αυταπάτη να πιστέψει κανείς ότι μια τέτοια υπόθεση μπορεί να περάσει, να ξεχαστεί, να σβήσει, χωρίς πειστικές και πλήρεις εξηγήσεις.

 

Εάν θέλετε κάθε πρωί το ενημερωτικό δελτίο του KReport στο email σας και πρόσβαση σε όλο το περιεχόμενό μας, κάντε μια δοκιμαστική συνδρομή!