Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 24ης-25ης Μαρτίου 2022 είχε καλέσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «…να υποβάλει προτάσεις για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα των υπερβολικά υψηλών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας…». Πέντε μήνες μετά ακόμη περιμένουμε τις προτάσεις της Επιτροπής. Και τη θέση της όσο ποτέ αναγκαίας κοινής ευρωπαϊκής απάντησης παίρνουν, δυστυχώς, μεμονωμένες εθνικές πρωτοβουλίες.
Έτσι, ο πρόεδρος Μακρόν διαμήνυσε στους Γάλλους «το τέλος της αφθονίας και της ανεμελιάς» και κάλεσε τους πολίτες να προετοιμαστούν για θυσίες τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Το υπουργικό συμβούλιο της Γερμανίας ενέκρινε δραστικό πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας, με σοβαρές υποχρεωτικές περικοπές και στην ιδιωτική κατανάλωση. Και η Ελλάδα εξακολουθεί – μέχρι πότε όμως; - να επιδοτεί τη δαπάνη για ηλεκτρική ενέργεια, με ένα κατά το δυνατόν προσεγμένο μίγμα συνεισφοράς κρατικού προϋπολογισμού και επιστροφών από τις «υπερεισπράξεις» των προμηθευτών ενέργειας, με έκδηλο όμως τον φόβο της συνέχισης, αν όχι και επιδείνωσης, της κρίσης κατά το 2023 και 2024. Το βαρέλι φαίνεται να μην έχει πάτο. Την άνοιξη εκτιμούσαμε ότι έχουμε παγκόσμια ενεργειακή κρίση με πρόβλεψη για τιμή φυσικού αερίου στα 100 ευρώ/μεγαβατώρα, ενώ πλέον η τιμή της κινείται σε επίπεδα υψηλότερα των 270 ευρώ.
Ο καθένας για λογαριασμό του λοιπόν, αφού δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή στάση. «Ο πόλεμος ξεκίνησε ενώνοντας την Ευρώπη, πλέον τη διαιρεί, και εάν διαρκέσει σε βάθος χρόνου, κινδυνεύει να τη διαλύσει», έγραφε ο Γ. Παγουλάτος πριν λίγο καιρό στην Καθημερινή. Και συνέχιζε επισημαίνοντας ανησυχητικά ότι «ο εγκλωβισμός στη δίνη της «μητέρας όλων των κρίσεων» (πόλεμος + οικονομική και ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη + επισιτιστική κρίση στην Αφρική) μετατρέπει σε τοξική την εσωτερική διαίρεση της Ε.Ε.». Μια διαίρεση, θα προσθέταμε, που δεν περιορίζεται πια στην παραδοσιακή – και παλαιότερα εποικοδομητική - αντίστιξη βορρά/νότου, αλλά σηκώνει μια νέα διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανατολής και δύσης, μεταξύ «παλιάς» και «νέας» Ευρώπης. Μιας «νέας» Ευρώπης που εκφράζεται με την αμφισβήτηση ευρωπαϊκών αξιών από την Ουγγαρία και την Πολωνία, με την αντίθεση των νέων μελών στην εμβάθυνση της ΕΕ, με μια στάση «ιστορικού αταβισμού» έναντι του πολέμου στην Ουκρανία.
Στις ήδη επικίνδυνες αυτές διαιρέσεις έρχονται να προστεθούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί κλυδωνισμοί που προκαλούνται από την ενεργειακή και οικονομική κρίση : Αποδυνάμωση του Μακρόν και άνοδος του λαϊκισμού στη Γαλλία, άμεση προοπτική ακροδεξιάς και αντι-ευρωπαϊκής κυβέρνησης στην Ιταλία, επικίνδυνη πολιτική αναποφασιστικότητα στη Γερμανία, άνοδος της ακροδεξιάς στην Ισπανία. Ο γαλλογερμανικός άξονας, άλλοτε κινητήριος μοχλός της Ένωσης είναι πια παρελθόν, το ίδιο δε συμβαίνει και με τον γαλλοιταλικό άξονα που δεν πρόλαβε καν να λειτουργήσει. Και από δίπλα απόπειρες αποσταθεροποίησης, μάλλον πουτινικής υποκίνησης, σε χώρες όπως η Φινλανδία αλλά και η Βουλγαρία. Και όσο η κρίση συνεχίζεται, είναι θέμα χρόνου η εκδήλωση ανάλογων φαινομένων και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Φαινομένων που θα μπορούσαν να αποφευχθούν – και να έχουν ήδη αποφευχθεί εκεί όπου εκδηλώθηκαν – αν υπήρχε η κοινή ευρωπαϊκή απάντηση που από την αρχή του πολέμου διεκδικούσαν οι ηγέτες του ευρωπαϊκού νότου, με πρώτο τον Μάριο Ντράγκι, που απεγνωσμένα ζητούσε να υπάρξει έκτακτη σύνοδος κορυφής τον Ιούλιο, φοβούμενος ότι τον Οκτώβριο θα είναι αργά.
Η ηγεσία της ΕΕ παρακολουθεί με περίεργη απάθεια τις εξελίξεις, περιμένοντας μάλλον το πράσινο φως της Γερμανίας και των ακολούθων της για να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία και έχοντας μέχρι σήμερα περιορισθεί στην και πάλι γερμανικής έμπνευσης υποβολή της πρότασης για οριζόντια μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 15%, μιας πρότασης που λόγω βιαστικής προετοιμασίας κατέληξε να υιοθετηθεί γεμάτη τρύπες, σαν ελβετικό τυρί. Έχει επίσης παρουσιάσει μετά φανών και λαμπάδων από τις 18 Μαΐου και το σχέδιο REPowerEU μαζί με την πρόταση με την οποία τροποποιείται ο κανονισμός του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να καλύψει και το εν λόγω σχέδιο. Σήμερα, τρεις και πλέον μήνες μετά, καμία πρόοδος δεν έχει γίνει αντιληπτή σχετικά με αυτές τις προτάσεις. Προφανώς, οι Γερμανοί και οι ακόλουθοί τους (αλλά και η ηγεσία της ΕΕ;) το σκέπτονται ακόμη. Σαν να έχουμε όλο τον χρόνο στη διάθεσή μας, σαν να μην τρίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η καμπάνα δεν χτυπά μόνο για τους «φτωχούς» του νότου ή της ανατολικής Ευρώπης. Χτυπά και για τους ίδιους.