Στα τέλη Μαρτίου το Κρεμλίνο εγκατέλειψε την προσπάθεια κατάληψης του Κιέβου και δήλωσε ότι οι ρωσικές επιχειρήσεις επικεντρώνονται πλέον στην κατάληψη των επαρχιών Λούγκανσκ και Ντανιέτσκ στην Ανατολική Ουκρανία. Σήμερα, με τις δύο επαρχίες να βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, μια επιχειρησιακή και πολιτική αμηχανία φαίνεται να κυριαρχεί στη Μόσχα. Μετά την Ανατολική Ουκρανία τι;..
Την απάντηση έχουν μέχρι στιγμής δώσει οι ουκρανικές δυνάμεις που πλήττουν στόχους στο έδαφος της Ρωσίας και της Κριμαίας , πλήγματα που θεωρούνται προπαρασκευαστικά μιας αντεπίθεσης ευρείας κλίμακας στην περιοχή της Χερσώνας. Οι επόμενες μέρες θα δείξουν την ικανότητα του ουκρανικού στρατού να ανακαταλάβει εδάφη και των ρωσικών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την αντεπίθεση.
Πέραν του Λούγκανσκ, του Ντανιετσκ και της Κριμαίας, μια ενδεχόμενη επίθεση των ρωσικών δυνάμεων με στόχο τον έλεγχο της παράκτιας περιοχής που έχει μείνει υπό τον έλεγχο του Κιέβου έχει δύο σοβαρές προσημειώσεις:
-Η πρώτη είναι επιχειρησιακή. Αν συνεχισθεί η στασιμότητα στο μέτωπο και η σύγκρουση μεταλλαχθεί σε πόλεμο φθοράς που θα θυμίζει περισσότερο τον Α΄ παρά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα έχουμε μπροστά μας μια σύγκρουση μακράς διαρκείας, εξέλιξη η οποία στην πράξη θα συνιστά την δεύτερη μετά την πολιορκία του Κιέβου διάψευση ότι η Ρωσία μπορεί να διεξαγάγει blitzkrieg (αστραπιαίο πόλεμο).
-Η δεύτερη είναι το πολύ μεγάλο κόστος της κατάληψης μεγάλων πόλεων της Ουκρανίας από τις ρωσικές δυνάμεις, ακόμη και στην περίπτωση της γρήγορης κατάληψης τους. Ότι έγινε με την κινητοποίηση των πολιτών του Κιέβου τον περασμένο Μάρτιο είναι βέβαιο ότι θα γίνει με τις μεγάλες πόλεις του Νότου το Μικολαιτσικ και την Οδησσό.
Εν κατακλείδι, ο χειμώνας που έρχεται δεν θα κρίνει μόνον την αντοχή της Ευρώπης στις παρενέργειες των κυρώσεων που επέβαλλε η Δύση στην Μόσχα αλλά και την ικανότητα του Κρεμλίνου να διασφαλίσει στο πεδίο της μάχης τις προϋποθέσεις που θα του επιτρέψουν να διαπραγματευθεί από θέση υπεροχής με το Κιέβο.